-
1 περικαλυπτω
1) (в виде завесы) расстилать, набрасывать(νέφος περὴ πάντα Hom.; σκότον τοῖσι πράγμασι Eur.)
2) покрывать кругом, окутывать(τὸ δένδρεον πίλῳ Her.; τινὰ ἐν ἱματίῳ Xen.; πάντοθεν χρυσίῳ NT.)
π. πάσῃ σωτηρίᾳ τοὺς νόμους Plat. — тщательно охранять законы3) скрывать, прятать(τι Plut.)
-
2 περικαλύπτω
{с.гл., 3}закрывать, покрывать, окутывать.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > περικαλύπτω
-
3 περικαλύπτω
{с.гл., 3}закрывать, покрывать, окутывать.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > περικαλύπτω
-
4 περικαλύπτω
μετ.1) покрывать, окутывать, окружать; 2) обёртывать -
5 περικαλύπτω
закрывать, покрывать, окутывать; LXX: (כּסה) C(pi), (שׂבץ).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > περικαλύπτω
-
6 4028
{с.гл., 3}закрывать, покрывать, окутывать.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4028
См. также в других словарях:
περικαλύπτω — ΝΜΑ επικαλύπτω, σκεπάζω ολόγυρα, περιβάλλω κάτι από όλα τα μέρη (α. «καὶ ἤρξαντό τινες... περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῡ», ΚΔ. β. «πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μέσ. περικαλύπτομαι σκεπάζομαι ολόγυρα, από όλες τις μεριές… … Dictionary of Greek
περικαλύπτω — περικάλυψα, περικαλύφτηκα, περικαλυμμένος, σκεπάζω από παντού, ολόγυρα: Ξαφνικά το σύννεφο περικάλυψε την κορφή του βουνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περικαλύψει — περικαλύπτω cover all round aor subj act 3rd sg (epic) περικαλύπτω cover all round fut ind mid 2nd sg περικαλύπτω cover all round fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαλύψω — περικαλύπτω cover all round aor subj act 1st sg περικαλύπτω cover all round fut ind act 1st sg περικαλύπτω cover all round aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαλύψῃ — περικαλύπτω cover all round aor subj mid 2nd sg περικαλύπτω cover all round aor subj act 3rd sg περικαλύπτω cover all round fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεκαλυμμένα — περικαλύπτω cover all round perf part mp neut nom/voc/acc pl περικεκαλυμμένᾱ , περικαλύπτω cover all round perf part mp fem nom/voc/acc dual περικεκαλυμμένᾱ , περικαλύπτω cover all round perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαλυπτόμενον — περικαλύπτω cover all round pres part mp masc acc sg περικαλύπτω cover all round pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαλυπτόντων — περικαλύπτω cover all round pres part act masc/neut gen pl περικαλύπτω cover all round pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαλυφθέντα — περικαλύπτω cover all round aor part pass neut nom/voc/acc pl περικαλύπτω cover all round aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαλυψάντων — περικαλύπτω cover all round aor part act masc/neut gen pl περικαλύπτω cover all round aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαλύπτει — περικαλύπτω cover all round pres ind mp 2nd sg περικαλύπτω cover all round pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)