-
1 décrire
περιγράφω -
2 popsat
περιγράφω -
3 describe
περιγράφω -
4 opisywać
περιγράφω -
5 описать
опишу, опишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. описанный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ.1. περιγράφω, παρασταίνω, απεικονίζω•описать нравы и обычаи народа περιγράφω τα ήθη και έθιμα του λαού.
2. περιγράφω τα χαρακτηριστικά κάποιου.3. καταγράφω.4. (μαθ.) περιγράφω.5. διαγράφω, σχηματίζω (για κίνηση).κάνω γραφικό λάθος. -
6 описывать
описыватьнесов1. περιγράφω, ἐξιστορώ/ ἀπεικονίζω (образно, живо):\описывать события περιγράφω τά γεγονότα·2. юр. (имущество) καταγράφω, κατάσχω·3. мат περιγράφω. -
7 описывать
1. (изображать средствами языка) περιγράφω 2. (изображать геометрически) περιγράφω 3. (составлять перечень) καταγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > описывать
-
8 изобразить
изобразить απεικονίζω περιγράφω, αναπαρισταίνω (описать)* * *απεικονίζω; περιγράφω, αναπαρισταίνω ( описать) -
9 описать
-
10 дорисовать
-сую, -суешь ρ.σ.μ.1. αποσχε-διάζω, αποζωγραφίζω, τελειώνω τη σχεδίαση ή το ζωγράφισμα•дорисовать портрет τελειώνω την προσωπογραφία.
2. μτφ. περιγράφω•дорисовать характер περιγράφω το χαρακτήρα.
-
11 очеркнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очркнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. διαγράφω, περνώ γραμμές γύρω περιγράφω.2. μτφ. (φιλγ.) περιγράφω. -
12 очертить
очерчу, очертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очерченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. διαγράφω, περιγράφω.2. σχεδιάζω, σχεδιαγραφώ.3. μτφ. (φιλγ.) περιγράφω.εκφρ.- я голову – όπου το βγάλει η άκρη, ή του ύψους ή του βάθους, ή τιμάρι ή τομάρι. -
13 окружность
η περιφέρει/α (του κύκλου)делительная - см. начальная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окружность
-
14 повествование
η αφήγηση, η διήγηση, η εξιστόρηση-тельный αφηγηματικός, διηγηματικός-ть διηγούμαι, αφηγούμαιπεριγράφω, εξιστορώ, εκθέτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повествование
-
15 специфицировать
1. (производить классификацию) προσδιορίζω, καθορίζω, προδιαγράφω, περιγράφω, ταξινομώ 2. (составлять перечень чего-л.) κάνω/συντάσσω τον κατάλογο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > специфицировать
-
16 обводить
обводитьнесов1. (вокруг чего-л.) κάνω γύρο, περιφέρω κάποιον2. (обносить) περιβάλλω / περιφράζω, περιτιοχίζω (забором и т. п.)·3. (по контуру, окаймлять) χαράζω (или σχεδιάζω) τό περίγραμμα, περιγράφω:\обводить чертеж ту́шыо περνώ τό σχέδιο μέ σινική μελάνι. -
17 обрисовывать
обрисовыватьнесов1. σκιαγραφώ, σκαριφῶ, σκιτσάρω·2. (характеризовать) χαρακτηρίζω / ἀπεικονίζω, περιγράφω (описывать). -
18 расписывать
расписыватьнесов1. (выписывать) ἀποδελτιώνω, ἀντιγράφω σέ χαρτιά:\расписывать счета бухг. καταχωρώ·2. (распределять) κατανέμω, (δια)μοιράζω·3. (разрисовывать красками) χρωματίζω·4. (рассказывать приукрашивая) περιγράφω, ἀπεικονίζω. -
19 рисовать
рисоватьнесов1. Ιχνογραφώ, σχεδιάζω, ζωγραφίζω:\рисовать карандашом ζωγραφίζω μέ μολύβι· \рисовать углем σχεδιάζω μέ κάρβουνο· \рисовать с натуры ζωγραφίζω ἐκ τοῦ φυσικοὔ·2. перен (описывать) ἀπεικονίζω, ζωγραφίζω, περιγράφω, ἐξιστορώ. -
20 commentate
[-teit]verb (to give a commentary: Who is commentating on the football match?) περιγράφω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιγράφω — draw a line round pres subj act 1st sg περιγράφω draw a line round pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράφω — περιγράφω, περιέγραψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιγράφω — ΝΜΑ μτφ. αναπαριστώ με λεπτομέρειες κάτι με τη βοήθεια τού γραπτού ή προφορικού λόγου νεοελλ. αρχ. 1. σχεδιάζω κλειστή γραμμή γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι με γραμμή, σημειώνω ολόγυρα 2. (γεωμ.) περικλείω σχήμα μέσα σε άλλο («περιγράφω τετράγωνο… … Dictionary of Greek
περιγράφω — περιέγραψα, περιγράφ(τ)ηκα, περιγραμμένος 1. σύρω γραμμή γύρω γύρω, περιβάλλω με γραμμή. 2. μτφ., αναπαρασταίνω, διηγούμαι προφορικά ή γραφτά κάποιο γεγονός ή πράγμα: Στο γράμμα που του έγραψα, περιέγραψα με κάθε λεπτομέρεια το ταξίδι μου. 3. μτχ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιγεγραμμένα — περιγράφω draw a line round perf part mp neut nom/voc/acc pl περιγεγραμμένᾱ , περιγράφω draw a line round perf part mp fem nom/voc/acc dual περιγεγραμμένᾱ , περιγράφω draw a line round perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράφετε — περιγράφω draw a line round pres imperat act 2nd pl περιγράφω draw a line round pres ind act 2nd pl περιγράφω draw a line round imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράφῃ — περιγράφω draw a line round pres subj mp 2nd sg περιγράφω draw a line round pres ind mp 2nd sg περιγράφω draw a line round pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράψει — περιγράφω draw a line round aor subj act 3rd sg (epic) περιγράφω draw a line round fut ind mid 2nd sg περιγράφω draw a line round fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράψω — περιγράφω draw a line round aor subj act 1st sg περιγράφω draw a line round aor ind mid 2nd sg (epic ionic) περιγράφω draw a line round fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγράψῃ — περιγράφω draw a line round aor subj mid 2nd sg περιγράφω draw a line round aor subj act 3rd sg περιγράφω draw a line round fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιγεγραμμέναι — περιγράφω draw a line round perf part mp fem nom/voc pl περιγεγραμμένᾱͅ , περιγράφω draw a line round perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)