-
1 περιέχομαι
περϊέχομαι, περιέχωencompass: pres ind mp 1st sg -
2 περιέχομαι
περι|έχομαι крепко держаться за что, чувствовать привязанность; желать -
3 заключаться
(находиться, содержаться) βρίσκομαι, περιέχομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заключаться
-
4 содержать
содержать 1) (вмещать) περιέχω 2) (кого-л.) συντηρώ, διατηρώ \содержаться (в чём-л.) περιέχομαι* * *1) ( вмещать) περιέχω2) (кого-л.) συντηρώ, διατηρώ -
5 содержаться
(в чём-л.) περιέχομαι -
6 заключатьаться
заключать||а́тьсянесов ί. (находиться в чем-л.) βρίσκομαι, περιέχομαι·2. (состоять в чем-л.) συνίσταμαι:дело \заключатьатьсяается в следующем... ἡ ὑπόθεση συνίσταται στό ἐξής...·3. (заканчиваться) τελειώνω(άμετ.). -
7 содержаться
содержать||ся(находиться) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι, περιέχομαι:в этой книге содержатся ну́жные сведения τό βιβλίο περιέχει τίς ἀναγκαίες πληροφορίες. -
8 περιέχω
(παρατ περιείχα) μετ. содержать, охватывать, заключать, включать в себя;περιέχομαι — содержаться, заключаться (в чём-л.)
-
9 содержаться
[σαντιρζάτσα] ρ. βρίσκομαι, περιέχομαι -
10 содержаться
[σαντιρζάτσα] ρ βρίσκομαι, περιέχομαι -
11 заключать
ρ.δ.1. βλ. заключить.2. συμπεραίνω, βγάζω το συμπέρασμα•из чего это заключаете? από που το συμπεραίνετε αυτό;
3. περιέχω, περικλείνω, κλείνω μέσα•книга эта -ет в себе много истин αυτό το βιβλίο περιέχει πολλές αλήθειες•
заключать в скобки κλείνω σε παρένθεση.
1. περιέχομαι, περικλείνομαι• βρίσκομαι, είμαι•в пакете -лось сто рублей στο πακέτο ήταν εκατό ρούβλια•
никто не понял, какой смысл -лся в его словах κανένας δεν κατάλαβε τι σημασία είχαν τα λόγια του.
2. συνίσταμαι, σύγκειμαι, αποτελούμαι, απαρτίζομαι•все его богатство -ется в одном доме όλος ο πλούτος του είναι μόνο ένα σπίτι•
дело -ется в следующем η υπόθεση έχει ως εξής.
3. τελειώνω, κλείνω•письмо ется пожеланиями το γράμμα τελειώνει με ευχές.
-
12 лежать
лежу, лежишь,επιρ. μτχ. лжа, ρ.δ.1. ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι•лежать на солнце ξαπλάνω στον ήλιο•
лежать ничком ξαπλώνω μπρούμυτα•
лежать ниц ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα•
-навзничь ξαπλώνω ανάσκελα•
лежать на боку ξαπλώνω στο πλευρό•
лежать на спин ακουμπώ στη ραχη•
лежать пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά.
|| μένω•без чувств μένω αναίσθητος•
лежать в обморок μένω λιπόθυμος.
|| είμαι άρρωστος•он -ит в больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.
|| σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: «лежмя», «лежнем», «в лёжку» προσδίδει επίταση•в лёжку лежать ξαπλώνω φεφδιά-πλατιά.
|| κείμαι (νεκρός).2. (για αντικείμενα) βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. || είμαι, επικάθομαι, κείμαι.4. εκτείνομαι•город -ит на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας.
5. κάθομαι, κείμαι.6. περικλείνομαι, περιέχομαι.εκφρ.лежать на боку ή на печи – τεμπελιάζω•лежать под сукном – παίραμένω στο χρονοντούλαπό (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)• плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί•душа ή сердце не -ит к кому-чему – δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι.ξαπλώνω, πλαγιάζω. -
13 содержать
ρ.δ.μ.1. συντηρώ, διατρέφω•семью συντηρώ την οικογένεια.
|| εξασφαλίζω με μέσα.2. παλ. διατηρώ, έχω στην κατοχή μου•содержать трактир διατηρώ ταβέρνα.
3. παλ. • περιποιούμαι, εξυπηρετώ.4. κρατώ, τρέφω•кроликов τρέφω κουνέλια.
|| διατηρώ σε μια ορισμένη κατάσταση,5. περιορίζω την ελευθερία•содержать под арестом έχω υπο κράτηση•
содержать в тюрьмах κρατώ στις φυλακές.
6. περιέχω•овощи -ат витамины τα λαχανικά περιέχουν βιταμίνες.
1. συντηρούμαι, ζω.2. κρατιέμαι, τηρούμαι•всё дело -ится в секрете ή в тайне όλη η υπόθεση τηρείται μυστική.
3. εξασφαλίζομαι με τα απαραίτητα.4. χωρώ•в конюшне -атся до 30 лошадей στο σταύλο κρατιούναι περί τα 30 άλογα.
5. είμαι κρατούμενος•содержать в тюрьме κρατούμαι στη φυλακή.
6. περιέχομαι, ενυπάρχω•в овощах -атся витамины τα λάχανα έχουν βιταμίνες.
-
14 περιέχω
περιέχω, also [suff] περιεργ-ίσχω, Th.5.71; [dialect] Aeol. [full] περρέχω Sapph.Supp.25.9, Theoc.30.3: [tense] fut. περιέξω (andAπερισχήσω Th.5.7
): [tense] aor. περιέσχον, inf. περισχεῖν: [tense] aor. [voice] Med. περιεσχόμην, inf. περισχέσθαι :—encompass, embrace, surround, κυκλόθεν ὁδὸς π. [τὸ χωρίον] Lys.7.28;ἡ περιέχουσα [πέλαγος] γῆ Pl.Ti. 25a
, cf. Arist.Mete. 354a6;γραμμαὶ περιέχουσαι τὸ χωρίον Pl.Men. 85a
, cf.Arist.Mech. 851a14;ἡ περιέχουσα [ἶρις] Id.Mete. 375a31
;τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον IG42(1).122.21
(Epid.); τὸ περιέχον the envelope of a seed, Thphr.HP1.11.1.b esp. of that which encompasses the earth or the universe, τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ π. Anaxim.2;ὁ περὶ χθόν' ἔχων αἰθήρ E.Fr. 919
(s.v.l.), cf. Thphr.CP3.17.4; , cf. 33b; τὸ περιέχον the environment, Epicur.Nat.79 G.,al., Plot.2.3.14;τὸ περιέχον ἡμᾶς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῦμεν οὐρανόν Str. 16.2.35
; ὁ περιέχων ἀήρ ἠήρ) Hp. Lex 3, Arist. Mete. 379a28, D.H.3.47, Plu.2.333f, etc.; ὁ περιέχων alone, Id.Cor.38; but usu. τὸ περιέχον, Anaxag.2, Arist.Juv. 468a3, Ptol.Phas.p.10 H., S.E.M.8.286; τὸ ἄπειρον καὶ τὸ π. Arist.GC 332a25, cf. Ph. 253a13, 259b11;φαμὲν τὸ μὲν π. τοῦ εἴδους εἶναι, τὸ δὲ περιεχόμενον τῆς ὕλης Id.Cael. 312a12
, cf. Ph. 211b12.c τὸ π. the atmosphere, Plb.1.37.9, D.S.4.38, etc.; δυσκρασίαι τοῦ π. Plu.Alex.58.2 embrace, τινὰ ταῖς χερσίν Id Ant. 79, cf. Alex.51, Philostr.VS2.5.3;πατρὸς περὶ ἔχοντος Simon. 115.1
.3 surround so as to guard, Plu.Caes.16, etc.:—but, [voice] Pass., to be shut in, beleaguered, Hdt.8.10; ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ ib.79; πανταχόθεν ib.80, cf. X.Cyr.7.1.24 : metaph., to be hard pressed, Men. Epit. 289;περισχομένη κακότητι A.R.3.95
.4 embrace, comprise, comprehend, Pl.Men. 87d, etc.;πλείω γένη Arist.Pol. 1285a2
;περιέχεται ὑπὸ τοῦ ὅλου τὰ πάντα Pl.Prm. 145c
; contain,βίβλος π. τὰς πράξεις D.S.2.1
;λόγος π. ἐγκώμιον Men.660
; of a letter, J.AJ12.4.11: impers., περιέχει ἐν γραφῇ, folld. by a quotation, 1 Ep.Pet.2.6; καθὼς ἡ ὠνὴ π. as is contained in the deed of sale, Supp.Epigr.3.421.33 ([dialect] Locr., ii A.D.).b in Logic, τὸ περιέχον universal, opp. τὰ περιεχόμενα, the individuals or particulars, Arist.Metaph. 1023b27, cf. APr. 43b23; ὀνόματα περιέχοντα generic terms, Id.Rh. 1407a31; καλοῦσι δ' αὐτοὺς πλάτακας ἀπὸ τοῦ περιέχοντος from the generic name, Ath.7.309a.5 Math., ὁ ὑπὸ δύο ἀριθμῶν περιεχόμενος [ἀριθμός] the product of two numbers, Euc.7 Def.19; but π. ἑαυτόν, of a number of which a higher power terminates in the same digit, Theol.Ar.33.6 τὸν ἔλεγχον π. to be involved in, open to criticism, Phld.Rh.1.49 S.II surpass, excel, πάντα περρέχοισ' ἄστρα, of the moon, Sapph. Supp.25.9; overcome, gain the victory or advantage, Th.5.7,8.105.III [voice] Med., hold one's hands round or over another: hence, protect, defend, c. gen. pers., περίσχεο ([dialect] Ion. imper. [tense] aor. 2 [voice] Med.)παιδὸς ἐῆος Il.1.393
: c. acc.,οὕνεκά μιν περισχόμεθα Od.9.199
.2 hold fast by, cling to, c. gen.,γούνων περισχομένη A.R.4.82
(but c. acc.,περίσχετο γούνατα χερσίν Id.3.706
);περιίσχετο κούρης Mosch.2.11
: hence, cleave to, be fond of a person or thing, , cf. 3.53, 5.40, 7.39, 160, etc.; τὠυτοῦ περιεχόμεθα we are compassing, aiming at the same end, Id.3.72, cf. Plu.Them.9; κρίσιν.. ἧς μᾶλλον περιέχομαι on which I place more reliance, Alciphr.2.4.3 rarely c. inf., περιείχετο.. μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν clung to his resolution that they should stay and not leave their post, Hdt.9.57.IV [dialect] Aeol. περρέχω, = ὑπερέχω, ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις, i.e. every inch of his stature is grace, Theoc.30.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιέχω
-
15 sığmak
χωρώ, παίρνω, περιέχομαι
См. также в других словарях:
περιέχομαι — βλ. πίν. 191 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: περιέχομαι : η μτχ. ενεστώτα απαντάται κυρίως στο ουδέτερο γένος, ως ουσιαστικό (το περιεχόμενο και τα περιεχόμενα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιέχομαι — περϊέχομαι , περιέχω encompass pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπεριέχομαι — Μ [περιέχομαι] περιέχομαι προηγουμένως σε κάτι … Dictionary of Greek
εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… … Dictionary of Greek
ενεικονίζω — ἐνεικονίζω (Α) 1. δίνω μορφή σε κάτι («ἐνεικονίζειν τάς ἀμόρφους ὕλας») 2. παθ. περιέχομαι σε μεταφορική ή συμβολική έκφραση 3. φαντάζομαι κάτι ως εικόνα, ως αντανάκλαση («δεῑ τοὺς ἑαυτῶν [λόγους] ἐνεικονίζεσθαι τοῑς ἑτέρων», Πλούτ.) 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
ενυπάρχω — (AM ἐνυπάρχω) 1. υπάρχω κάπου, υπάρχω μέσα σε κάτι 2. είμαι έμφυτος, συμφυής αρχ. μσν. 1. βρίσκομαι σε μια κατάσταση 2. (γ πρόσ.) ἐνυπάρχει υπάρχει κάτι μέσα σε κάποιον 3. υπάρχω πραγματικά 4. περιβάλλομαι αρχ. (λογ.) περιλαμβάνομαι, περιέχομαι … Dictionary of Greek
ευαγγελιογραφούμαι — εὐαγγελιογραφοῡμαι, έομαι (Μ) γράφομαι, περιέχομαι στο Ευαγγέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευαγγέλιο + γραφούμαι (< γραφος < γράφω), πρβλ. πολιτο γραφούμαι] … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
παρεμπλέκω — Α [εμπλέκω] 1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων 2. μέσ. παρεμπλέκομαι α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτι β) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτι γ) εισάγω άνδρες στην τάξη τού στρατεύματος 3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν … Dictionary of Greek
περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ … Dictionary of Greek
περισυγκαταλαμβάνομαι — Α 1. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι μέσα σε κάτι 2. συνάπτομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + συν + καταλαμβάνομαι] … Dictionary of Greek