Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

περίσσιος

  • 1 περίσσιος

    [пэриссьбс] επ. богатый, обильный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περίσσιος

  • 2 лишний

    лишний 1) (избыточный) περίσσιος, παραπανίσιος· два с \лишнийим дня δύο μέρες και πλέον (или και κάτι) 2) (ненужный) περιττός, άχρηστος
    * * *
    1) ( избыточный) περίσσιος, παραπανίσιος

    два с ли́шним дня — δύο μέρες και πλέον ( или και κάτι)

    2) ( ненужный) περιττός, άχρηστος

    Русско-греческий словарь > лишний

  • 3 лишний

    -яя -ее
    επ.
    1. περίσσιος, παραπανίσιος, περιττός•

    я здесь лишний εγώ εδώ είμαι περίσσιος•

    -ие деньги παραπανίσια χρήματα•

    лишний раз μια φορά παραπάνω ή ακόμα•

    -ие слова παραπανίσια λόγια, περίσσιες κουβέντες.

    ουσ. το περίσσιο, το παραπάνω, το περιττό.
    2. άχρηστος•

    -ие вещи περίσσια πράγματα.

    3. επιπρόσθετος• έξτρα.
    εκφρ.
    с -им – και πάνω ή παραπάνω•
    не -ее – δεν είναι περίσσιο (χρειάζεται)•
    позволить себе -ее – α) ξοδεύω άσκοπα, β) παρεκτρέπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > лишний

  • 4 излишний

    изли́ш||ний
    прил περιττός, παραπανίσιος, περισσός, περίσσιος.

    Русско-новогреческий словарь > излишний

  • 5 лишний

    ли́шн||ий
    прил
    1. (имеющийся в избытке) παραπανήσιος, περίσσιος, περισσευούμενος:
    \лишний экземпляр книги ἕνα παραπανήσιο ἀντίτυπο τοῦ βιβλίου· \лишнийие деньги τά παραπανήσια χρήματα·
    2. (бесполезный, излишний) περιττός/ ἄχρηστος (ненужный):
    \лишнийие вещи τά περιττά πράγματα· \лишнийие слова τά περιττά λόγια·
    3. (дополнительный) ἐπιπρόσθετος, ἐπιπλέον:
    создавать \лишнийие неудобства δημιουργώ ἐπιπρόσθετες δυσκολίες.

    Русско-новогреческий словарь > лишний

  • 6 излишний

    -яя, -ее, βρ: -шен, -шня, -шне.
    1. περίσσιος, περιττός, παραπανίσσιος, υπερβολικός•

    -ее любопытство υπερβολική περιέργεια•

    -ие подробности περιττές λεπτομέρειες•

    -яя роскошь περίσσια πολυτέλεια•

    его при-суствие -е η παρουσία του είναι περιττή.

    2. άδικος, χαμένος, άχρηστος.

    Большой русско-греческий словарь > излишний

  • 7 колесо

    ουδ.
    1. τροχός, ρόδα•

    колесо телеги ο τροχός του αμαξιού•

    колесо велосипеда ο τροχός του ποδηλάτου•

    ведущее колесо κινητήριος τροχός•

    зубчатое колесо οδοντωτός τροχός•

    рулевое колесо τιμόνι, πηδάλιο•

    гребное колесо τροχός πτερυγοφόρος•

    гидравлическое колесо υδραυλικός τροχός•

    колесо маховое колесо ο σφόνδυλος, το βολάν.

    2. επίρ. -ом σαν τροχός•

    кот согнул спину -ом ο γάτος κύρτωσε τη ράχη σαν τροχό.

    εκφρ.
    колесо фортуны ή счастья – ο τροχός της τύχης•
    грудь -ом – ανδρικό κυρτό και εξέχον στήθος•
    ноги -ом – στραβά (βλαισά) πόδια•
    пятое колесо в телеге – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (περίσσιος, άχρηστος)•
    на -ах – σε διαρκές ταξίδι•
    пытаться повернуть колесо истории назад ή вспять – προσπαθώ να γυρίσω πίσω τον τροχό της ιστορίας•
    вертеться -ом – γυρίζω σαν τον τροχό (φροντίζω, τρέχω ασταμάτητα)•
    ходить -ом – κάνω τούμπες, τουμπάρω•
    ездить на -их – ταξιδεύω με τροχόφόρο όχημα (σε αντίθεση με το έλκυθρο).

    Большой русско-греческий словарь > колесо

  • 8 нелишний

    -яя, -ее
    επ.
    οχι περίσσιος• ωφέλιμος, χρειαζούμενος•

    эта вещь -яя в хозяйстве αυτό το πράγμα χρειάζεται στο νοικοκυριό•

    считаю -им сказать δε θεωρώ περιττό να πω ή θεωρώ ωφέλιμο να πώ.

    Большой русско-греческий словарь > нелишний

  • 9 ненужный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно
    περιττός, περίσσιος, άχρηστος, μη αναγκαίος•

    -ая вещь άχρηστο πράγμα.

    Большой русско-греческий словарь > ненужный

  • 10 отбросовый

    επ.
    περίσσιος, περιττός, αχρησιμοποίητος, πεταμένος.

    Большой русско-греческий словарь > отбросовый

  • 11 свободный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. ελεύθερος•

    -ые и крепостные крестьяне ελεύθεροι και δουλοπάροικοι αγρότες.

    || ουσ. απελεύθερος•

    свободный и раб απελεύθερος και δούλος.

    || ελεύθερος• λεύτερος•

    свободный гражданин ελεύθερος πολίτης•

    -ые люди ελεύθεροι άνθρωποι•

    -народ ελεύθερος λαός•

    -ая жизнь ελεύθερη ζωή•

    свободный выбор ελεύθερη εκλογή•

    -ые выборы ελεύθερες εκλογές•

    -ая мысль ελεύθερη σκέψη.

    2. ανεμπόδιστος•

    -ое дыхание ελεύθερη αναπνοή•

    свободный доступ ελεύθερη προσέλευση ή είσοδος.

    || άνετος, ευρύχωρος, απλόχωρος. || αβίαστος•

    свободный голос певца ελεύθερη φωνή του τραγουδιστή.

    || ο υπέρ το δέον ελεύθερος•

    -ая женщина ελεύθερη γυναίκα.

    3. περίσσιος, διαθέσιμος•

    -ое время ελεύθερος χρόνος•

    свободный стул ελεύθερο κάθισμα.

    4. αστερέωτος, αστέργιω-τος•

    свободный конец вервки ελεύθερη άκρη της τρ ι-χιάς.

    5. (χημ.)• μη ενωμένος•

    свободный кислород ελεύθερο οξυγόνο.

    εκφρ.
    - ая профессия – ελεύθερο επάγγελμα (δικηγόρου, γιατρού κλπ.)• свободный художник α) παλ. τίτλος ζωγράφου, β) τίτλος μουσικού με ανώτερη μουσική κατάρτιση.

    Большой русско-греческий словарь > свободный

  • 12 штат

    α.
    η πολιτεία•

    Соединённые Штаты Америки Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

    εκφρ.
    генеральные -ы – γενικές συνελεύσεις παλαιά στη Γαλλία και Κάτω-χώρες.
    α.
    το προσωπικό•

    сокращение -ов – μείωση του προσωπικού.

    || κανονισμός ή αριθμός προσωπικού•

    утверждать -ы – εγκρίνω τον αριθμό του προσωπικού•

    по -у полагается – προβλέπεται από τον κανονισμό προσωπικού.

    εκφρ.
    остаться за -омπαλ. α) μένω έξω από το προσωοικό (δε συμπεριλαβαίνομαι). β) θεωρούμαι περίσσιος ή άχρηστος.

    Большой русско-греческий словарь > штат

См. также в других словарях:

  • περίσσιος — και περίσσος, α, ο, ΝΜ 1. αυτός που πλεονάζει, που περισσεύει, ο περισσός, ο υπεράριθμος («εις τα περίσσια ανάμεσα κεριά και τες λαμπάδες», Σολωμ.) 2. άφθονος, πολύ πλούσιος σε κάτι («έχουν περίσσια κάλλη», Σολωμ.) 3. αυτός που ξεπερνά το μέτρο,… …   Dictionary of Greek

  • περίσσιος, -ια, -ιο — 1. ο άφθονος, ο παραπανίσιος, ο πλούσιος: Και μερτικό περίσσιο απ όλα παίρνεις. 2. περιττός, άχρηστος: Έχεις στο σπίτι σου πολλά περίσσια πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίσσα — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θήρας του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Εμπορείου. * * * και περίσσια και περισσά ΝΜ βλ. περίσσιος …   Dictionary of Greek

  • περίσσια — επίρρ. βλ. περίσσιος …   Dictionary of Greek

  • περίσσος — α, ο βλ. περίσσιος …   Dictionary of Greek

  • περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • πλήθιος — α, ο, Ν 1. πολυπληθής, περίσσιος («που κρίματα έχει πλήθια», Σολωμ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλήθια τα πλήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσιος με επίδραση τού πλήθος] …   Dictionary of Greek

  • έξτρα — ο, η, το άκλ. (λ. λατ.) 1. που είναι πέρα από το κανονισμένο, ο περίσσιος, ο παραπανίσιος: Μου πλήρωσε το μισθό και ένα ποσό έξτρα. 2. που έχει εξαιρετική ποιότητα, έξοχος, εξαίρετος: Η ρετσίνα σου είναι έξτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραπανίσιος, -ια, -ιο — και παραπανιστός, ή, ό ο περίσσιος, περιττός: Τα παραπανίσια λόγια είναι φτώχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίσσος — η, ο αυτός που ξεπερνά το κανονικό μέτρο, άφθονος, παραπανίσιος, περίσσιος: Όπου με βάνου ς λογισμό και σε περίσσα κάλλη (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισσός — ή, ό βλ. περίσσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»