Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περίορθρος

См. также в других словарях:

  • περίορθρος — ον, Α 1. (για χρόνο) αυτός που βρίσκεται κοντά στον όρθρο, στο πρώτο χάραμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίορθρον η αυγή που πλησιάζει, ο βαθύς όρθρος («φυλάξαντες ἔτι νύκτα καὶ αὐτὸ τὸ περίορθρον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὄρθρος] …   Dictionary of Greek

  • περίορθρον — περίορθρος towards morning masc/fem acc sg περίορθρος towards morning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόρθρου — περίορθρος towards morning masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιόρθριος — ον, Α [περίορθρος] 1. ο περί τον όρθρο, ο πολύ πρωινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιόρθριον η αυγή που πλησιάζει, το γλυκοχάραμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»