-
1 περίορθρος
περίορθρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίορθρος
-
2 περίορθρον
περίορθροςtowards morning: masc /fem acc sgπερίορθροςtowards morning: neut nom /voc /acc sg -
3 περιόρθρου
περίορθροςtowards morning: masc /fem /neut gen sg -
4 ὄρθρος
ὄρθρος, ὁ,A the time just before or about daybreak, dawn, cock-crow (),τάχα δ' ὄ. ἐγίγνετο δημιοεργός h.Merc.98
;ἐπειδὰν ὄ. ᾖ Ar.Ach. 256
, cf. Av. 496, etc. ; at dawn,Hes.
Op. 577, Sopat.25, Aristopho 10 ;ὄρθρου γενομένου Hdt.1.198
;ἅμα ὄρθρῳ Id.7.188
, Th.3.112, etc. ;ἐς ὄρθρον Theoc.18.56
, cf. X.Cyn.6.6 ;κατ' ὄρθρον Ar.V. 772
;περὶ ὄρθρον Th.6.101
(cf. περίορθρος) ; πρὸς ὄρθρον towards dawn, Ar.Lys. 1089 ;πρὸς ὄρθρον γ' ἐστίν Id.Ec.20
;ὑπ' ὄρθρον Batr.103
;ὑπὸ τὸν ὄ. D.C.76.17
; τὸν ὄ., abs., in the morning, Hdt.4.181 ; δι' ὄρθρων each morning early, E.El. 909 ; ὄ. βαθύς dim morning twilight,ἀλλὰ νῦν ὄ. β. Ar.V. 216
, cf. Pl. Cri. 43a, Theoc.18.14 ;τῆς παρελθούσης νυκτὸς.., ἔτι βαθέος ὄ. Pl.Prt. 310a
, cf. Ev.Luc.24.1.
См. также в других словарях:
περίορθρος — ον, Α 1. (για χρόνο) αυτός που βρίσκεται κοντά στον όρθρο, στο πρώτο χάραμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίορθρον η αυγή που πλησιάζει, ο βαθύς όρθρος («φυλάξαντες ἔτι νύκτα καὶ αὐτὸ τὸ περίορθρον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὄρθρος] … Dictionary of Greek
περίορθρον — περίορθρος towards morning masc/fem acc sg περίορθρος towards morning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιόρθρου — περίορθρος towards morning masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιόρθριος — ον, Α [περίορθρος] 1. ο περί τον όρθρο, ο πολύ πρωινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιόρθριον η αυγή που πλησιάζει, το γλυκοχάραμα … Dictionary of Greek