-
1 πεντηκονταετις
См. также в других словарях:
πεντηκονταετής — ές / πεντηκονταετής, ές και αττ. τ. πεντηκονταέτης, ες, θηλ. και πεντηκονταέτις, ιδος, ΝΑ 1. αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, ο πενηντάρης 2. αυτός που διαρκεί πενήντα χρόνια ή αυτός που θεωρείται ότι θα διαρκέσει πενήντα χρόνια… … Dictionary of Greek