Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πελεμίζω

См. также в других словарях:

  • πελεμίζω — shake pres subj act 1st sg πελεμίζω shake pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεμίζω — Α 1. τινάζω κάτι στον αέρα, κινώ δυνατά, σείω, κάνω κάτι να σείεται ή να τρέμει («ὑπὸ βροντής πελεμίζεται εὐρεῑα χθών», Ησίοδ.) 2. κινώ κάποιον από τη θέση του 3. φρ. «πελεμίζω (τόξον)» προσπαθώ με μεγάλο κόπο να τεντώσω τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • πελεμίξαι — πελεμίζω shake aor inf act πελεμίξαῑ , πελεμίζω shake aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεμίξεις — πελεμίζω shake aor subj act 2nd sg (epic doric) πελεμίζω shake fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεμιζέμεν — πελεμίζω shake pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεμιζόμενοι — πελεμίζω shake pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεμιχθείς — πελεμίζω shake aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεμιχθῆναι — πελεμίζω shake aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεμίζειν — πελεμίζω shake pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεμίζεσθαι — πελεμίζω shake pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεμίζεται — πελεμίζω shake pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»