-
1 πελάτης
πελάτης, ὁ, fem. πελάτις, ἡ, 1) der sich Nähernde, Nachbar, Anwohner; ἱεροῠ Τμώλου πελάται, Aesch. Pers. 49; εἴ τι σέβει ξένον εὐνοίᾳ πάσᾳ πελάταν, Soph. Phil. 1149; vom Ixion τὸν πελάταν λέκτρων ποτὲ τῶν Διός ib. 673. – 2) wie ϑής, der geringe Mann, der um Sold, für Tagelohn arbeitet, Miethsknecht, Plat. Euthyphr. 4 c; vgl. Ruhnk. ad Tim. 211. – Uebh. der Geringere, der sich in den Schutz des Mächtigern begiebt (man vergleicht ἱκέτης von ἱκνέομαι), der Client, wie es Plut. Rom. 13 braucht.
-
2 πελατης
1) приблизившийся, подошедшийὁ π. λέκτρων Διός Soph. — посягнувший на ложе Зевса, т.е. Иксион
2) пришелец(ξένος π. Soph.)
3) сосед, жительἱεροῦ Τμώλου π. Aesch. — житель, собир. население священного Тмола
4) наемник, слуга Plat.5) ( в Риме) Plut. = γμιεξσ -
3 πελάτης
πελάτηςone who approaches: masc nom sg -
4 πελάτης
-
5 πελάτης
ο, πελάτισσα и πελάτις (-ιδος) η клиент;-ка; покупатель, -ница;μόνιμος ( — или ταχτικός) πελάτης — а) постоянный клиент; — б) частый гость;
ο πελάτης γιατρού — пациент
-
6 πελάτης
[пэлатис] ουσ. а. клиент, завсегдатай,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πελάτης
-
7 πελάτης
[пэлатис] ουσ α клиент, завсегдатай. -
8 πελάτης
II esp. of one who approaches a woman, τὸν πελάταν λέκτρων Διός, of Ixion, S. Ph. 677 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελάτης
-
9 πελάτης
client -
10 πελάτης
1) interesant (m) rzecz.2) klient (m) rzecz. -
11 πελάτης
1) klient2) odběratel3) zákazník -
12 πελάτης
1) client2) customerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πελάτης
-
13 προς-πελάτης
προς-πελάτης, ὁ, = πελάτης, Ath. VI, 271 d, aus Theopomp.
-
14 βου-πελάτης
βου-πελάτης, ὁ, Rinderhirt, βοῶν Ap. Rh. 4, 1342; Opp. C. 1, 533; Nic. Al. 39.
-
15 client
πελάτης -
16 klient
πελάτης -
17 client
πελάτης -
18 interesant
πελάτης -
19 πελάται
πελάτηςone who approaches: masc nom /voc plπελάτᾱͅ, πελάτηςone who approaches: masc dat sg (doric aeolic) -
20 πελάταις
πελάτηςone who approaches: masc dat pl
См. также в других словарях:
πελάτης — one who approaches masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάτης — ο, θηλ. πελάτις, ΝΜΑ, θηλ. και πελάτισσα Ν 1. (στην αρχ. Ελλάδα) τάξη ελεύθερων αλλά φτωχών πολιτών, που για να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται ως ημερομίσθιοι 2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτες με περιορισμένα, τουλάχιστον κατά τα πρώιμα χρόνια … Dictionary of Greek
πελάτης — ο θηλ. πελάτισσα αυτός που αγοράζει ταχτικά τα είδη ορισμένου καταστήματος ή ζητεί τις υπηρεσίες του ίδιου προσώπου: Οι πελάτες του καταστήματος, του γιατρού, του δικηγόρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελάται — πελάτης one who approaches masc nom/voc pl πελάτᾱͅ , πελάτης one who approaches masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελατῶν — πελάτης one who approaches masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάταις — πελάτης one who approaches masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάτην — πελάτης one who approaches masc acc sg (attic epic ionic) πελά̱την , πελάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάτου — πελάτης one who approaches masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… … Dictionary of Greek
κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… … Dictionary of Greek
πελαστής — ὁ, Α πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πελάτης < θ. πελα τού πελάζω (βλ. λ. πέλας) + κατάλ. στής] … Dictionary of Greek