Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πειραστικός

См. также в других словарях:

  • πειραστικός — fitted for trying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικός — ή, όν, Α [πειράζω] 1. αυτός που αρμόζει σε δοκιμή, με τον οποίο γίνεται η δοκιμή, δοκιμαστικός («ἔστι δ ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. «ἡ πειραστική» (ενν. τέχνη ή επιστήμη) κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • πειραστικώτερον — πειραστικός fitted for trying adverbial comp πειραστικός fitted for trying masc acc comp sg πειραστικός fitted for trying neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικῶν — πειραστικός fitted for trying fem gen pl πειραστικός fitted for trying masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικόν — πειραστικός fitted for trying masc acc sg πειραστικός fitted for trying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικαῖς — πειραστικός fitted for trying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικοί — πειραστικός fitted for trying masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικοῦ — πειραστικός fitted for trying masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικούς — πειραστικός fitted for trying masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικῆς — πειραστικός fitted for trying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραστικῇ — πειραστικός fitted for trying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»