Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεζικός

См. также в других словарях:

  • πεζικός — on foot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζικός — ή, ό, ΝΜΑ [πεζός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζούς στρατιώτες (α. «ὅπλα πεζικά» β. «πεζική δύναμη») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεζικό(ν) μάχιμο σώμα τού στρατού ξηράς, το πολυαριθμότερο και ένα από τα πιο βασικά όπλα του αρχ. 1. οι… …   Dictionary of Greek

  • πεζικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζούς στρατιώτες: Πεζικές στρατιωτικές μονάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεζικά — πεζικός on foot neut nom/voc/acc pl πεζικά̱ , πεζικός on foot fem nom/voc/acc dual πεζικά̱ , πεζικός on foot fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζικῶν — πεζικός on foot fem gen pl πεζικός on foot masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζικόν — πεζικός on foot masc acc sg πεζικός on foot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζικαῖς — πεζικός on foot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζικαί — πεζικός on foot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζικοῖς — πεζικός on foot masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζικοί — πεζικός on foot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζικοῦ — πεζικός on foot masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»