-
1 πεδιοπλοκτυπος
-
2 οπλοκτυπος
См. также в других словарях:
πεδιοπλόκτυπος — ον, Α (για ήχο) αυτός που παράγεται από το χτύπημα τών πετάλων ή τών οπλών τού αλόγου στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + ὁπλή + κτύπος] … Dictionary of Greek
1 πεδιοπλοκτυπος
2 οπλοκτυπος
πεδιοπλόκτυπος — ον, Α (για ήχο) αυτός που παράγεται από το χτύπημα τών πετάλων ή τών οπλών τού αλόγου στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + ὁπλή + κτύπος] … Dictionary of Greek