Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παχύτερος

См. также в других словарях:

  • παχύτερος — παχύς thick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχύτερος — η, ο 1. ο προγενέστερος 2. επίρρ. αρχύτερα πιο γρήγορα, νωρίτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + ύτερος (πρβλ. κοντύτερος, μεγαλύτερος, πρωτύτερος), κατάλ. συγκρ. επιθ. από συγκριτικά επίθετα σε υς (πρβλ. βαθύς βαθύτερος, βαρύς βαρύτερος, γλυκύς γλυκύτερος …   Dictionary of Greek

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • καλλίτερος — Οικισμός (202 κάτ.) της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * η, ο καλύτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότερη γραφή τής λ. που θεωρήθηκε ότι προήλθε από το συγκρ. καλλίων (καλλί + τερος), ενώ στην πραγματικότητα… …   Dictionary of Greek

  • παραχοντραίνω — (μτβ.) 1. κάνω κάποιον ή κάτι υπερβολικά χοντρό, παραπαχαίνω 2. συντελώ στο να φαίνεται κάποιος παχύτερος από ό,τι είναι («αυτό το κοστούμι σε παραχοντραίνει») 3. μτφ. μεγεθύνω υπέρμετρα, υπερβάλλω («τά παραχοντραίνει τα πράγματα») 4. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • τάπιρος — (tapirus). Γένος οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας των ταπιριδών. Πρόκειται για ογκώδη ζώα με παχύ δέρμα και κωνικό κεφάλι, που καταλήγει σε μικρή προβοσκίδα στην άκρη της οποίας βρίσκονται τα ρουθούνια. Τα μπροστινά άκρα τους είναι… …   Dictionary of Greek

  • λες ή ασβεστούχος πηλός — (γερμ. löss). Ιζηματογενές πέτρωμα, συνήθως υποκίτρινου χρώματος, το οποίο αποτελείται από πολύ λεπτό υλικό (μεγέθη κόκκων από 1/16 έως 1/32 χιλιοστά) και περιέχει ανθρακικό ασβέστιο σε αναλογία έως 40%. Τα υλικά του είναι χαλαρά συνδεδεμένα… …   Dictionary of Greek

  • ԹԱՆՁՐԱՄԻՏ — (մտի, տաց.) NBH 1 0796 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա. παχύτερος, παχύτατος, παχύφρων stupidus, rudioris animi Թանձր մտօք. տխմար. որ եւ ԹԱՆՁՐԱԳՈՅՆ ասի. գապա. ... *Քան զամենեսեան վատթարագոյն եւ թանձրամիտ էր Աքազ: Երեւելի իրաց իմն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԹԱՆՁՐԱՍԻՐՏ — (սրտի, տաց.) NBH 1 0796 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. παχυκάρδιος, παχύτερος Խստասիրտ. ծանրասիրտ. թանձրամիտ. *Ուսանիցին թանձրասիրտքն անհանճարքն: Թանձրասրտացն, որ միշտ յերկիր եւեթ հայէին. Ոսկ. ես.: *Տեսիլս ահագին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍՏՈՒԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0751 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c ա. որ եւ յն. սդիվառօ՛ս, սդէռէօ՛ս. στιβαρός, στερεός solidus, firmus. պ. սիդէպր, իւսդիւվար. սանս. սթա՛վառա. կամ ըստ սուրբ գրոց ՝ παχύς, παχύτερος crassus,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»