-
1 παχύς
παχύς, εῖα, ύ (mit πήγνυμι zusammenhangend), dick, feist, fett, fleischig, wohlbeleibt; χείρ, αὐχήν, μηρός, Hom. ll. 5, 309 u. öfter, 16, 473 Od. 9, 372. 10, 439, immer im guten Sinne, von kräftiger, stattlicher Fülle der Glieder; πούς, Hes. O. 499; περὶ σφυρὸν παχεῖα μισητὴ γυνή, poet. bei Schol. Ar. Avv. 1619, von einem liederlichen Weibe, das kurze Hacken hat, bald umfällt, χαμαιτύπ η. Bei Folgdn dick, gemästet, neben πολύσαρκος Luc. D. Mort. 10, 5, καὶ πιμελής de salt.; πάνυ παχὺς τὸ σῶμα, Ath. XII, 550 f; auch γῆ, Xen. oec. 17, 8. – Bei Her. 5, 30. 77. 6, 91. 7, 156 sind οἱ παχέες die Wohlgenährten, Dicken, die Wohlhabenden; vgl. Ar. Equ. 1144 Vesp. 287 Pax 640; u. so bei Hesych. οἱ πάχητες. – Auch von leblosen Dingen, von großem Umfange, dick, λᾶαν, ὃς πρ υμνὸς παχύς, αὐτὰρ ὕπερϑεν ὀξ ύς, Il. 12, 446; σκῆπτρον παχύ, 18, 416; αἷμα παχὺ πτύοντα, dickes, geronnenes Blut, 23, 697; αὐλὸς αἵματος Od. 22, 18; ἐλάτας τε παχείας, Hes. O. 507; παχεῖαι ϑρ υαλλίδες, Ar. Nubb. 59; πέδαι, Vesp. 435; λεπτῷ ἱματίῳ ἢ παχεῖ, Plat. Crat. 389 b; vgl. Xen. Oec. 17, 3. – Uebtr., weil übermäßige Dicke des Leibes häufig dem Verstande schadet, stumpfsinnig, dumm, γνώσῃ δὲ σαυτὸν ὡς ἀμαϑὴς εἶ καὶ παχύς, Ar. Nubb. 842; καὶ ἠλίϑιος, Luc. Alex. 6. 9 u. a. Sp.; παχὺς εἰς τὰς τέχνας, καὶ οὐ λεπτοὶ οὐδὲ ὀξέες, Hippocr., zu stumpfsinnig für die Künste; παχύτερον ἔχει τῆς ἀκοῆς, d. i. etwas schwer hören, Heliod. 5, 18; παχὺς τὴν μνήμ ην, stumpf an Gedächtniß, Philostr. Auch von der Stimme, παχέα κρώζειν, dumpf krächzen, Arat Dios. 221. – Neben dem regelmäßigen compar. παχύτερος findet sich auch πάσσων; καί μιν μακρότερον καὶ πάσσονα ϑῆκεν ἰδέσϑ αι, Od. 8, 20, vgl. 24, 369; u. παχίων, Arat. 758; u. ueben dem regelmäßigen superl. παχύτατος, Hippocr., auch πάχιστος, Il. 16, 314.
См. также в других словарях:
παχύτερος — παχύς thick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχύτερος — η, ο 1. ο προγενέστερος 2. επίρρ. αρχύτερα πιο γρήγορα, νωρίτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή + ύτερος (πρβλ. κοντύτερος, μεγαλύτερος, πρωτύτερος), κατάλ. συγκρ. επιθ. από συγκριτικά επίθετα σε υς (πρβλ. βαθύς βαθύτερος, βαρύς βαρύτερος, γλυκύς γλυκύτερος … Dictionary of Greek
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek
καλλίτερος — Οικισμός (202 κάτ.) της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * η, ο καλύτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότερη γραφή τής λ. που θεωρήθηκε ότι προήλθε από το συγκρ. καλλίων (καλλί + τερος), ενώ στην πραγματικότητα… … Dictionary of Greek
παραχοντραίνω — (μτβ.) 1. κάνω κάποιον ή κάτι υπερβολικά χοντρό, παραπαχαίνω 2. συντελώ στο να φαίνεται κάποιος παχύτερος από ό,τι είναι («αυτό το κοστούμι σε παραχοντραίνει») 3. μτφ. μεγεθύνω υπέρμετρα, υπερβάλλω («τά παραχοντραίνει τα πράγματα») 4. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
τάπιρος — (tapirus). Γένος οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας των ταπιριδών. Πρόκειται για ογκώδη ζώα με παχύ δέρμα και κωνικό κεφάλι, που καταλήγει σε μικρή προβοσκίδα στην άκρη της οποίας βρίσκονται τα ρουθούνια. Τα μπροστινά άκρα τους είναι… … Dictionary of Greek
λες ή ασβεστούχος πηλός — (γερμ. löss). Ιζηματογενές πέτρωμα, συνήθως υποκίτρινου χρώματος, το οποίο αποτελείται από πολύ λεπτό υλικό (μεγέθη κόκκων από 1/16 έως 1/32 χιλιοστά) και περιέχει ανθρακικό ασβέστιο σε αναλογία έως 40%. Τα υλικά του είναι χαλαρά συνδεδεμένα… … Dictionary of Greek
ԹԱՆՁՐԱՄԻՏ — (մտի, տաց.) NBH 1 0796 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա. παχύτερος, παχύτατος, παχύφρων stupidus, rudioris animi Թանձր մտօք. տխմար. որ եւ ԹԱՆՁՐԱԳՈՅՆ ասի. գապա. ... *Քան զամենեսեան վատթարագոյն եւ թանձրամիտ էր Աքազ: Երեւելի իրաց իմն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԹԱՆՁՐԱՍԻՐՏ — (սրտի, տաց.) NBH 1 0796 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. παχυκάρδιος, παχύτερος Խստասիրտ. ծանրասիրտ. թանձրամիտ. *Ուսանիցին թանձրասիրտքն անհանճարքն: Թանձրասրտացն, որ միշտ յերկիր եւեթ հայէին. Ոսկ. ես.: *Տեսիլս ահագին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍՏՈՒԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0751 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c ա. որ եւ յն. սդիվառօ՛ս, սդէռէօ՛ս. στιβαρός, στερεός solidus, firmus. պ. սիդէպր, իւսդիւվար. սանս. սթա՛վառա. կամ ըստ սուրբ գրոց ՝ παχύς, παχύτερος crassus,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)