Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

παχαίνω

См. также в других словарях:

  • παχαίνω — παχαίνω, πάχυνα βλ. πίν. 47 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παχαίνω — βλ. παχύνω …   Dictionary of Greek

  • παχαίνω — πάχυνα 1. μτβ., παχύνω, υπερσιτίζω άνθρωπο ή ζώο. 2. αμτβ., παχύνομαι, γίνομαι παχύς: Πάχυνα πολύ τελευταία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παχύνω — ΝΜΑ, παχαίνω ΝΜ 1. καθιστώ κάτι παχύ, χοντρό 2. παθ. παχύνομαι γίνομαι παχύς, χοντραίνω νεοελλ. 1. (για πρόσ.) υπερσιτίζω κάποιον κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθεί το πάχος του 2. (ιδίως στον τ. παχαίνω) αποχτώ πάχος αρχ. 1. ενισχύω, δυναμώνω 2.… …   Dictionary of Greek

  • πιαίνω — Α [πίων] 1. παχαίνω κάτι, κάνω κάτι παχύ («πιαίνειν τὸ σῶμα», Ιπποκρ.) 2. παθ. πιαίνομαι γίνομαι παχύς, παχαίνω («πιαίνεται δὲ πάντα πρεσβύτερα μᾱλλον ἢ νεώτερα ὄντα», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τη γη) λιπαίνω, κοπρίζω («τόνδε πιανῶ γύην μάντις… …   Dictionary of Greek

  • καταπιαίνω — (Α) παχαίνω κάποιον πολύ, κάνω κάποιον ή κάτι πολύ παχύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιαίνω «παχαίνω κάποιον ή κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • προπιαίνω — Μ 1. παχαίνω κάποιον προηγουμένως 2. μτφ. υπογραμμίζω, τονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πιαίνω «παχαίνω κάποιον ή κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • υποπιαίνομαι — Α παχαίνω κάπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πιαίνομαι «παχαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • άση — ἄση, η (Α) 1. η αηδία, η ναυτία 2. η αγωνία, η απελπισία 3. ο πόθος 4. η λάσπη του ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συσχετισμός του τ. άση (αιολ. άσα) με το άσαι, απρμφ. αορ. του ρ. *άω «χορταίνω», είναι μεν σημασιολογικά δυνατός, δεν δικαιολογεί όμως τον… …   Dictionary of Greek

  • άσμενος — ἄσμενος, η, ον (Α) 1.1. πάρα πολύ ευχαριστημένος, περιχαρής 2. (με επιρρ. σημ.) ευχαρίστως, με μεγάλη χαρά II. επίρρ. ἀσμένως ευχαρίστως, με πολλή χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρει το ινδοευρ. επίθημα meno , το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις… …   Dictionary of Greek

  • άω — (I) ἄω (Α) άημι*, φυσώ. (II) ἄω (Α) ιαύω*, κοιμάμαι. (III) ἄω (III) (Α) ἀάω*, βλάπτω. (IV) ἄω (Α) 1. χορταίνω κάποιον 2. (αμτβ.) χορταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρήμα που απαντά σε μεμονωμένους τύπους, οι οποίοι ανάγονται σε ινδοευρ, ρίζα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»