-
1 нагулять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагулянный, βρ: -лян, -а, -о.1. γερεύω, χοντραίνω, παχαίνω από τη βοσκή. || μτφ. (για άνθρωπο) χοντραίνω, παχαίνω από την καλοπέραση. || αποκτώ περιπατώντας•нагулять аппетит κάνω περίπατο για να μου έρθει, όρεξη φαγητού•
нагулять румянец ροδοκοκκινίζω από τον περίπατο•
-кашел βήχω από τον περίπατο.
2. (απλ.) εγκυμονώ ή γεννώ νόθο.κάνω πολΰ περίπατο, χορταίνω περίπατο. -
2 утолщать
χοντραίνω, παχαίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утолщать
-
3 поправить
поправить διορθώνω, επανορθώνω (исправить) τροποποιώ (изменить) \поправиться 1) (выздороветь) γίνομαι καλά, αναρρώνω 2) (пополнеть) χοντραίνω, παχαίνω* * * -
4 поправиться
1) ( выздороветь) γίνομαι καλά, αναρρώνω2) ( пополнеть) χοντραίνω, παχαίνω -
5 вес
весм1. τό βάρος, τό ζύγι:атомный (молекулярный) \вес τό ἀτομικό[ν] (τό μοριακό) βάρος· удельный \весτό είδικό[ν] βάρος· меры \веса τά σταθμά, τά ζύγια· \весом в 100 килограммов βάρους ἐκατό κιλών на \вес μέ τό ζύγι· по \весу σύμφωνα μέ τό ζύγι (или βάρος), ἀνάλογα μέ τό βάρος· прибавить в \весе αὐξάνω τό βάρος, παχαίνω, βάζω βάρος· убавить в \весе ἐλαττώνω (или μειώνω) τό βάρος, ἀδυνατίζω, χάνω βάρος'2. спорт. τό βάρος:наилегчайший \вес ὑπερελαφρὠν βαρῶν легкий \вес ἐλαφρῶν βαρῶν полулегкий \вес ήμιελαφρων βαρῶν средний \вес μέσων βαρῶν полусредний \вес ήμιμέσων βαρὠν· тяжелый \вес βαρέων βαρών· превосходить в \весе ξεπερνώ στό βάρος, ζυγίζω περισσότερο·3. перен ἡ βαρύτης, ἡ ἀξία, τό κύρος:человек с большим \весом ἀνθρωπος μέ κύρος· ◊ на \весу́ κρεμαστός, ἀνηρτημένος· на \вес золота πολύ ἀκριβά, ἀκριβός σάν τό χρυσάφι. -
6 добреть
добретьнесов1. (становиться добрее) γίνομαι καλός, γίνομαι ἀγαθός·2. (полнеть) разг παχαίνω, χοντραίνω. -
7 жиреть
жиретьнесов разг παχαίνω (άμετ.), χοντραίνω. -
8 заплывать
заплывать Iнесов κολυμβώ, περνώ κολυμπώντας (о пловце)/ πλέω (о судне).заплывать IIнесов (жиром) παραχον-τραίνω, παχαίνω ὑπερβολικά. -
9 округляться
окру́гл||яться1. (полнеть) παχαίνω, χοντραίνω·2. перен στρογγυλαίνω (άμετ.), γίνομαι στρογγυλός. -
10 оплывать
оплывать Iнесов (вокруг чего-л.) περιπλέω, διαπλέω.оплывать IIнесов1. (о свече) χύνομαι·2. (ожиреть) πρήζομαι, παχαίνω. -
11 полнеть
полнетьнесов παχαίνω, χοντραίνω. -
12 поправляться
поправлять||ся1. (выздоравливать) γίνομαι καλά, ἀναρρώνω, ἀναλαμβάνω, θεραπεύομαι·2. (полнеть) παχαίνω, παχύνω, χοντραίνω:вы очень поправились παχύνατε πολύ, δυναμώσατε καλά·3. (исправлять свою ошибку) διορθώνω τό λάθος μου, τό σφάλμα μού4. (о делах) διορθώνομαι. -
13 прибавлять
прибавлятьнесов προσθέτω, βάζω κι ἄλλο / αὐξάνω (увеличивать):\прибавлять сто рублей προσθέτω ἐκατό ρούβλια· \прибавлять шагу ἐπιταχύνω τό βήμα· ◊ \прибавлять в весе παχαίνω. -
14 раздаваться
раздаваться Iнесов (о звуке) ἀκούομαι, ἀντηχώ.раздаваться IIнесов1. (раздвигаться, расступаться) παραμερίζω (а.нет.):толпа постепенно (\раздаватьсява́лась τό πλήθος παραμέριζε σιγάσιγά·2. (становиться просторнее) разг φαρδαίνω, ἀνοίγω (ά,οετ.)·3. (толстеть) разг χοντραίνω (ά^ετ.), παχαίνω. -
15 раздобреть
раздобретьсов (пополнеть) разг παχαίνω (άμετ.), χοντραίνω. -
16 разжиреть
разжиретьсов разг (παρα)παχαίνω. -
17 расплываться
расплыв||атьсянесов I. (растекаться) ἀπλώνω (άμετ.), ἀπλώνομαι:чернила \расплыватьсяаются на бумаге τό μελάνι ἀπλώνει στό χαρτί·2. (толстеть) разг χοντραί-νω, παχαίνω· ◊ его лицо́ \расплыватьсяа́егся в улыбке ὅλα τό πρόσωπο του χαμογελβ. -
18 растолстеть
растолстетьсоз. παχαίνω (άμετ.). -
19 толстеть
толст||етьнесов χοντραίνω, παχαίνω, παχύνω. -
20 тучнеть
тучн||етьнесов παχαίνω, παχύνω/ χον-δραίνω (т.к. о человеке):скот \тучнетьеет τά ζῶα παχαίνουν.
См. также в других словарях:
παχαίνω — παχαίνω, πάχυνα βλ. πίν. 47 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παχαίνω — βλ. παχύνω … Dictionary of Greek
παχαίνω — πάχυνα 1. μτβ., παχύνω, υπερσιτίζω άνθρωπο ή ζώο. 2. αμτβ., παχύνομαι, γίνομαι παχύς: Πάχυνα πολύ τελευταία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχύνω — ΝΜΑ, παχαίνω ΝΜ 1. καθιστώ κάτι παχύ, χοντρό 2. παθ. παχύνομαι γίνομαι παχύς, χοντραίνω νεοελλ. 1. (για πρόσ.) υπερσιτίζω κάποιον κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθεί το πάχος του 2. (ιδίως στον τ. παχαίνω) αποχτώ πάχος αρχ. 1. ενισχύω, δυναμώνω 2.… … Dictionary of Greek
πιαίνω — Α [πίων] 1. παχαίνω κάτι, κάνω κάτι παχύ («πιαίνειν τὸ σῶμα», Ιπποκρ.) 2. παθ. πιαίνομαι γίνομαι παχύς, παχαίνω («πιαίνεται δὲ πάντα πρεσβύτερα μᾱλλον ἢ νεώτερα ὄντα», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τη γη) λιπαίνω, κοπρίζω («τόνδε πιανῶ γύην μάντις… … Dictionary of Greek
καταπιαίνω — (Α) παχαίνω κάποιον πολύ, κάνω κάποιον ή κάτι πολύ παχύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιαίνω «παχαίνω κάποιον ή κάτι»] … Dictionary of Greek
προπιαίνω — Μ 1. παχαίνω κάποιον προηγουμένως 2. μτφ. υπογραμμίζω, τονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πιαίνω «παχαίνω κάποιον ή κάτι»] … Dictionary of Greek
υποπιαίνομαι — Α παχαίνω κάπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πιαίνομαι «παχαίνω»] … Dictionary of Greek
άση — ἄση, η (Α) 1. η αηδία, η ναυτία 2. η αγωνία, η απελπισία 3. ο πόθος 4. η λάσπη του ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συσχετισμός του τ. άση (αιολ. άσα) με το άσαι, απρμφ. αορ. του ρ. *άω «χορταίνω», είναι μεν σημασιολογικά δυνατός, δεν δικαιολογεί όμως τον… … Dictionary of Greek
άσμενος — ἄσμενος, η, ον (Α) 1.1. πάρα πολύ ευχαριστημένος, περιχαρής 2. (με επιρρ. σημ.) ευχαρίστως, με μεγάλη χαρά II. επίρρ. ἀσμένως ευχαρίστως, με πολλή χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρει το ινδοευρ. επίθημα meno , το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις… … Dictionary of Greek
άω — (I) ἄω (Α) άημι*, φυσώ. (II) ἄω (Α) ιαύω*, κοιμάμαι. (III) ἄω (III) (Α) ἀάω*, βλάπτω. (IV) ἄω (Α) 1. χορταίνω κάποιον 2. (αμτβ.) χορταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρήμα που απαντά σε μεμονωμένους τύπους, οι οποίοι ανάγονται σε ινδοευρ, ρίζα… … Dictionary of Greek