Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πατριώτης

См. также в других словарях:

  • πατριώτης — fellow countryman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριώτης — Εκείνος που κατάγεται από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. Αργότερα πήρε και άλλη σημασία «πολέμησε σαν πατριώτης». Π. ονομάζονταν και οι αντάρτες στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο, που πολέμησαν τους στρατιώτες του Άξονα. Στην… …   Dictionary of Greek

  • πατριώτης — ο θηλ. πατριώτισσα ουδ. πατριωτάκι 1. αυτός που είναι από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. 2. αυτός που αγαπά την πατρίδα του: Είναι καλός πατριώτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατριῶτα — πατριώτης fellow countryman masc voc sg πατριώτης fellow countryman masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παραμυθιώτης, Λάμπρος — Πατριώτης. Καταγόταν από την Παραμυθιά και έζησε τον 17 αι. Yπό τις διαταγές του Διονυσίου Φιλοσόφου ή Σκυλόσοφου, εργάστηκε για την oργάνωση του επαναστατικού κινήματος της Παραμυθιάς (1612). Μετά την αποτυχία του κινήματος, πιάστηκε αιχμάλωτος… …   Dictionary of Greek

  • Πικροσύρης, Νικόλαος — Πατριώτης από την Κρήτη. Έδρασε το 14o αι. ως υπαρχηγός της επανάστασης του νησιού του κατά των Βενετών (1332). Αιχμαλωτίστηκε το 1333 και απαγχονίστηκε έπειτα από φριχτά βασανιστήρια. Μετά την καταστολή της επανάστασης οι Βενετοί ξεθεμέλιωσαν,… …   Dictionary of Greek

  • Σκυλίτσης, Ομηρίδης Πέτρος — Πατριώτης, ο οποίος καταγόταν από τη Σμύρνη (1784 1872). Το 1822 στάλθηκε από την Κεντρική Διοίκηση στους Αρμένους της Κρήτης για να οργανώσει τον εκεί επαναστατικό αγώνα. Αφού πρωτοστάτησε στην εκπόνηση του «οργανικού νόμου» του νησιού, γύρισε… …   Dictionary of Greek

  • πατριωτῶν — πατριώτης fellow countryman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριῶται — πατριώτης fellow countryman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριώταις — πατριώτης fellow countryman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριώτην — πατριώτης fellow countryman masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»