-
1 πατριωτισμός
[*][патриотизмом ουσ. а. патриотизм.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πατριωτισμός
-
2 патриотизм
-
3 патриотизм
патриот||измм ὁ πατριωτισμός. -
4 патриотизм
-а α.πατριωτισμός, φιλοπατρία. -
5 советский
επ.σοβιετικός•советский народ ο σοβιετικός λαός•
-ая власть σοβιετική εξουσία•
-ое государство σοβιετικό κράτος•
строй σοβιετικό καθεστώς•
-ая конституция το σοβιετικό σύνταγμα•
советский патриотизм σοβιετικός πατριωτισμός•
советский союз Σοβιετική Ενωση.
См. также в других словарях:
πατριωτισμός — ο η αγάπη προς την πατρίδα, η φιλοπατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατριώτης + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1790 στον Ρήγα Βελεστινλή] … Dictionary of Greek
πατριωτισμός — ο φιλοπατρία, πατριδολατρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
φιλεθνισμός — ο, Ν η αγάπη για το έθνος σου, πατριωτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + έθνος + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Αν. Λασκαράτο] … Dictionary of Greek
φιλοπατρία — η, ΝΜΑ [φιλόπατρις] η αγάπη προς την πατρίδα, πατριωτισμός … Dictionary of Greek
φλογερός — ή, ό / φλογερός, ά, όν, ΝΑ 1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη… … Dictionary of Greek
ψευτοπατριωτισμός — ο, Ν ψευδοπατριωτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + πατριωτισμός] … Dictionary of Greek
Γκουρμόν, Ρεμί ντε- — (Remy de Gourmont, 1858 – 1915).Γάλλος συγγραφέας. Διετέλεσε βιβλιοθηκάριος της Εθνικής Βιβλιοθήκης από την οποία απολύθηκε το 1891 με αφορμή το άρθρο του Το παιχνίδι πατριωτισμός και συνεργάστηκε με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μισίμα, Γιούκο — (Mishima Yukio, ψευδώνυμο του Χιραόκα Κιμιτάκε Hiraoka Kimitake, Τόκιο 1925 – 1970). Ιάπωνας συγγραφέας. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους λογοτέχνες, στο έργο του οποίου εκφράζεται η σύγκρουση της τάσης ανάμεσα στη δυτικοποίηση της … Dictionary of Greek