-
21 затрусить
-ушу, -усишьρ.σ. (απλ.) αρχίζω να δειλιάζω.-ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затрушенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.(απλ.) πασπαλίζω, επιπάσσω. -
22 обвалить
-алю, -алишь, παθ. μτχ. обваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. γκρεμίζω, κατρακυλώ•обвалить камни κατρακυλώ πέτρες.
2. πασπαλίζω, (πασ)αλείφω περιβάλλω•обвалить избу землю αλείφω την ίζμπα με λασπόχωμα.
γκρεμίζομαι, κατρακυλώ. || αποσπώμαι, αποκόβομαι κατά τεμάχια, τρίβομαι, πέφτω. -
23 осыпать(ся)
осы/ пать 1-шло, -плешь, προστκ. осыпьρ.σ.μ.1. επικονιώ, επιπάσσω• πασπαλίζω•осыпать(ся) мукой αλευρώνω•
осыпать(ся) пудрой πουδράρω•
нбо осыпано звздами (μτφ.) ο ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια•
осыпать(ся) ударами ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω•
осыпать(ся) кого бранью καθυβρίζω, περιβρίζω κάποιον.
2. γεμίζω•осыпать(ся) ласками γεμίζω με χάδια•
осыпать(ся) поцелуями γεμίζω με φιλιά.
3. φυλλορροώ•яблоня -ла листья η μηλιά φυλλορρόησε.
4. (για κοκκώδη σώματα) διασκορπίζω.осы/ паться1. πέφτω•штукатура -лась ο σοβάς έπεσε•
зрна -лись из колосьев οι κόκκοι έπεσαν από τα στάχυα.
2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.осыпа/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. осыпать(ся). -
24 припорошить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. припорошенный, βρ: -шен, -шена, -шено; ρ.σ.μ.επιπάσσω, πασπαλίζω. || αποτυπώνω με καλούπι. -
25 присыпать
-плю, -плешь, προστκ. присыпь ρ.σ.μ.1. (προσ)επιπάσσω, πασπαλίζω.2. επι-πάσσω ελαφρά.3. ρίχνω•присыпать землю к забору ρίχνω χώμα στο περιφραγμα.
-аю, -аешьρ.δ.βλ. присыпать.επιπάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
26 сыпать
-плю, -плешь, προστκ. сыпьρ.σ.1. (για κοκκία, τρίμματα, ψιχεία, λεπτά τεμάχια)• ρίχνω•сыпать соль в суп ρίχνω αλάτι στη σούπα•
сыпать пшеницу в мешок ρίχνω σιτάρι στο τσουβάλι•
сыпать песок ρίχνω άμμο•
сыпать пулями ρίχνω βροχή τις σφαίρες•
сыпать вопросами (μτφ.) βομβαρδίζω με ερωτήσεις•
сыпать цифрами βομβαρδίζω με αριθμούς.
2. τινάζω, αφήνω να πέσει. || επιπάσσω, πασπαλίζω. || μτφ. μιλώ ακατάπαυστα, κοπανίζω, ψάλλω.3. προστκ. «сыпь» εμπρός, άρχισε.εκφρ.сыпать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα.1. ρίχνομαι, χύνομαι, πέφτω κατά λεπτά τεμάχια• τρίβομαι•штукатура -плется ο σοβάς πέφτει•
оскольки снарядов -лись вокруг меня τα θραύσματα των βλημάτων έπεφταν γύρω μου.
2. πετιέμαι, βγαίνω•искры -лись из-под подков σπίθες πετιούνταν από τα πέταλα.
3. πέφτω•снег -плется χιόνι πέφτει•
снаряды -лись τα βλήματα έπεφταν βροχή•
удары -плются τα χτυπήματα πέφτουν βροχή.
4. (αντ)ηχώ, ακούομαι από παντού.5. (για νψασμα) ξεφτίζω, πέφτω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πασπαλίζω — πασπαλίζω, πασπάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πασπαλίζω — και πασπαλώνω και πασπαλώ, άω [πασπάλη] ρίχνω οποιαδήποτε σκόνη πάνω σε κάτι, επιπάσσω … Dictionary of Greek
πασπαλίζω — πασπάλισα, πασπαλίστηκα, πασπαλισμένος, ρίχνω σκόνη πάνω σε κάτι σκορπώντας την: Τα κόλλυβα τα πασπαλίζουν με άχνη ζάχαρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλευρώνω — 1. πασπαλίζω με αλεύρι 2. λερώνω με αλεύρι 3. πασπαλίζω με πούδρα, πουδράρω 4. μεσ. μορφώνομαι επιφανειακά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεύρωμα] … Dictionary of Greek
αμφιπαλύνω — ἀμφιπαλύνω (Α) πασπαλίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + παλύνω «πασπαλίζω, χρίω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek
καταπάσσω — καταπάσσω, αττ. τ. καταπάττω (Α) 1. πασπαλίζω, καταρραντίζω κάτι επιμελώς («ἀψινθίῳ καταπάσσειν μέλι», Μέν.) 2. χύνω ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιο πράγμα 3. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω («κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek
πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ … Dictionary of Greek
παραπάσσω — αττ. τ. παραπάττω, Α πασπαλίζω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πάσσω «πασπαλίζω»] … Dictionary of Greek
παρεμπάσσω — ΜΑ πασπαλίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο ή αναμιγνύω επί πλέον και ανακατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπάσσω «πασπαλίζω»] … Dictionary of Greek
παρεπιπάσσω — Α 1. ρίχνω, πασπαλίζω κάτι κοντά σε κάποιον 2. ραντίζω με σκόνη επάνω και στα πλάγια ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐπιπάσσω «πασπαλίζω»] … Dictionary of Greek
πασπάλισμα — το [πασπαλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πασπαλίζω … Dictionary of Greek