Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρ-ᾱΐσσω

См. также в других словарях:

  • αΐσσω — ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α) Ι. ενεργ. 1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι 2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως 3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ,… …   Dictionary of Greek

  • παραΐσσω — και αττ. τ. παρᾴσσω Α περνώ, τρέχω βιαστικά, ορμητικά («ἵπποι γὰρ με παρήϊξαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀΐσσω «πηδώ, ορμώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»