-
1 παρ-άρτημα
παρ-άρτημα, τό, das daran. an der Seite Hangende, Luc. Philops. 8.
-
2 παράρτημα
παρ-άρτημα, τό, das daran, an der Seite Hängende -
3 παραρτημα
См. также в других словарях:
αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή … Dictionary of Greek