Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παρ-οίχομαι

  • 1 παροιχομαι

        (fut. παροιχήσομαι; pf. παρῴχηκα и παροίχωκα, παρῴχημαι и παροίχημαι; ppf. παρῳχήκειν)
        1) уходить прочь, удаляться Hom.
        

    παροιχόμενοι ἄνδρες Pind. — люди, которых уже нет

        2) ( о событиях) проходить, миновать
        παρῴχηκεν πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων Hom. — прошло больше двух третей ночи;
        ἥ παροιχομένη νύξ Her. — прошлая ночь;
        τὰ παροιχόμενα Her., Xen.; — минувшее;
        грам. ὅ παρῳχημένος (sc. χρόνος) Sext. или τὸ παρῳχηκός — прошедшее время

        3) отклоняться, отходить
        

    π. τοῦ νείκους Aesch. — уклоняться от борьбы;

        μοίρας π. Eur. — лишиться (своей) судьбы, т.е. прежнего величия;
        π. δείματι Aesch.упустить (что-л.) от страха, по по друг. умирать от страха

    Древнегреческо-русский словарь > παροιχομαι

См. также в других словарях:

  • ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… …   Dictionary of Greek

  • παροίχομαι — ΝΜΑ φρ. «παρωχημένοι χρόνοι» οι χρόνοι τού ρήματος που δηλώνουν ότι υπήρξε ή έγινε κάτι κατά το παρελθόν, δηλ. ο παρατατικός, ο αόριστος και ο υπερσυντέλικος, αλλ. παρελθοντικοί χρόνοι αρχ. 1. έχω περάσει, πέρασα, παρήλθα, αναχώρησα («ἡ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»