-
1 παρανισχω
(impf. παρανῖσχον)1) поднимать, выставлять (со своей стороны или в ответ)(φρυκτοὺς πολλούς Thuc.)
2) выдаваться наружу, высовываться, торчать сбоку(ξίφη γυμνὰ παρανίσχοντα Plut.)
См. также в других словарях:
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
παρανίσχω — ΜΑ μσν. ανατέλλω, αναφαίνομαι («ἦρος παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. σηκώνω, εγείρω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, υψώνω κάτι ως απάντηση 2. (αμτβ.) α) στέκομαι κοντά σε κάποιον β) μτφ. εξέχω, υπερέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀνίσχω «ανατέλλω»] … Dictionary of Greek