-
1 παραπτωσις
- εως ἥ1) отпадение, отклонение; погрешностьπ. τοῦ καθήκοντος Polyb. — невыполнение долга
2) смещенность или удаленностьτοῦ τόπου π. Polyb. — удаленность места (от дороги)
3) зоол. покрывание Arst.4) воен. нападение, атака(ἐπὴ τοὺς Κελτούς Polyb.)
ἥ π. τοῦ διώγματος Polyb. — преследование
См. также в других словарях:
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek