-
1 παραπηγμα
- ατος τό1) перечень, записьπ. ἀμέθοδον Sext. — бессвязный перечень
2) расписаниеἀστρονομίης π. Diog.L. — астрономическая таблица, календарь;
π. ἱστορικόν Diod. — хронологическая запись, летопись3) грам. правило, положение(τῆς ἀναλογίας Sext.)
См. также в других словарях:
πασσαλόπηγμα — το 1. σύνολο από πασσάλους ή πασσαλοσανίδες που έχουν εμπηχθεί στο έδαφος για θεμελίωση οικοδομήματος 2. προστατευτικός τοίχος από πασσαλοσανίδες για συγκράτηση όγκων χωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + πήγμα (< πήγνυμι «στερεώνω»), πρβλ. παρά… … Dictionary of Greek
υπέρπηγμα — το, Ν 1. πρόσθετο δομικό κατασκεύασμα πάνω από την κύρια κατασκευή 2. ναυτ. περίκλειστο διαμέρισμα πάνω από το κατάστρωμα, το οποίο χρησιμεύει ως πυροβολείο ή για τη διαμονή μελών τού πληρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + πήγμα (πρβλ. παρά πηγμα)] … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek