-
1 κρουσις
- εως ἥ1) столкновение, удар(ἥ πρὸς ἄλληλα κ. τῶν ὅπλων Plut.)
2) стук, топот(ποδός, sc. ἵππου Plut.)
3) игра на музыкальном инструменте (преимущ. струнном)παρὰ τέν κροῦσιν ᾄδειν Plut. — петь в сопровождении музыки;
κ. ὑπὸ τέν ᾠδήν Plut. — музыкальное сопровождение песни4) ( от мошеннического нажимания пальцем на весы) мошенничество, обман(κ. καὴ κατάληψις Arph.)
-
2 παρακρουσις
- εως ἥ1) толчок, взрыв, вспышка(τοῦ θερμοῦ Arst.)
2) муз. ошибочный удар (по струнам), фальшивый тон(ἐν τοῖς μέλεσι παρακρούσεις Plut.)
3) заблуждение, ошибка Arst.4) обман Dem.
См. также в других словарях:
κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… … Dictionary of Greek