Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παρορύσσω

См. также в других словарях:

  • παρορύσσω — και παρορύττω Α [ορύσσω] 1. κατασκευάζω όρυγμα δίπλα ή παράλληλα σε άλλο 2. συναγωνίζομαι με κάποιον στην κατασκευή ορύγματος …   Dictionary of Greek

  • παρορύττουσιν — παρορύσσω dig alongside pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρορύσσω dig alongside pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παρορύ̱ττουσιν , παρορύσσω dig alongside pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορύξαι — παρορύσσω dig alongside aor inf act παρορύξαῑ , παρορύσσω dig alongside aor opt act 3rd sg παρορύ̱ξαῑ , παρορύσσω dig alongside aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορύσσεσθαι — παρορύσσω dig alongside pres inf mp παρορύ̱σσεσθαι , παρορύσσω dig alongside pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρορύττειν — παρορύσσω dig alongside pres inf act (attic epic) παρορύ̱ττειν , παρορύσσω dig alongside pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρώρυσσον — παρώρῡσσον , παρορύσσω dig alongside imperf ind act 3rd pl παρώρῡσσον , παρορύσσω dig alongside imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …   Dictionary of Greek

  • παρορυγή — ἡ, Α [παρορύσσω] όρυγμα, τάφρος δίπλα σε κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • παρόρυγμα — το [παρορύσσω] στρατ. όρυγμα που σχηματίζει γωνία με άλλο μεγαλύτερο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»