-
1 приступ
приступ м мед. о παροξυσμός* \приступ боли о παροξυσμός του πόνου* * *м мед.ο παροξυσμόςпри́ступ бо́ли — ο παροξυσμός του πόνου
-
2 приступ
приступм1. (болезни, тж. гнева и т. п.) ἡ κρίση [-ις], ἡ προσβολή, ὁ παροξυσμός:\приступ лихорадки ὁ παροξυσμός πυρετοῦ, ἡ θερμασιά· \приступ бо́ли ὁ ὁξύς πόνος, ἡ σουβλιά· \приступ кашля ὁ δυνατός βήχας, ὁ παροξυσμός βηχός· сердечный \приступ ἡ καρδιακή προσβολή, ἡ κρίση τής καρδίας·2. воен. ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ ἐφοδος:идти́ на \приступ κά(μ)νω ἔφοδον взять \приступом παίρνω μ' Εφοδο. -
3 пароксизм
-а α. (κυρλξ. κ. μτφ.) παροξυσμός•пароксизм лихорадки παροξυσμός πυρετού•
смеха παροξυσμός γέλιου.
-
4 приступ
-а α.1. παλ. αρχή, έναρξη2. παλ. εισαγωγή (σε λόγο, έργο κ.τ.τ.).3. παροξυσμός, κρίση•приступ лихорадки παροξυσμός πυρετού•
приступ кашля παροξυσμός βήχα, υλακώδης βήχας•
сердечный приступ καρδιακή κρίση.
4. πλησίαση, σίμωμα, ζύγωμα, προσέγγιση.5. (στρατ.) έφοδος•взять -ом παίρνω με έφοδο.
εκφρ.- у нет – είναι απρόσιτο (πανάκριβο) ή είναι απρόσιτος (δεν μπορείς να επικοινωνήσεις). -
5 приступ
(болезни) η κρίση, η προσβολή, ο παροξυσμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приступ
-
6 припадок
-
7 пароксизм
мед. о παροξυσμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пароксизм
-
8 припадок
мед. η κρίση, ο παροξυσμόςэпилептический - επιληπτική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > припадок
-
9 пароксизм
пароксизмм ὁ παροξυσμός, -
10 припадок
припад||окм ἡ κρίση, ὁ παροξυσμός:сердечный \припадок ἡ καρδιακή προσβολή· \припадок гнева ἡ ἔξαψη ὁργής. -
11 сердечный
сердечн||ыйпр-ил.1. (относящийся к сердцу, тж. анат.) καρδιακός:\сердечныйая болезнь τό καρδιακό νόσημα· \сердечныйый припадок ἡ καρδιακή κρίση, ὁ καρδιακός παροξυσμός· \сердечныйая мклшца τό μυοκάρδιον \сердечныйый больной ὁ καρδιακός, ὁ καρδιοπαθής·2. (искренний) ἐγκάρδιος, ἐπιστήθιος, εἰλικρινής:\сердечныйый друг καρδιακός φίλος, ἐπιστήθιος φίλος· \сердечныйое поздравление τό ἐγκάρδιο συγχαρητήριο. -
12 приступ
[πρίστουπ] ουσ. α. κρίση, παροξυσμός -
13 приступ
[πρίστουπ] ουσ α κρίση, παροξυσμός -
14 лихорадочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. πυρετικός, του πυρετού, πυρετώδης•лихорадочный озноб πυρετός με ρίγος•
лихорадочный жар φλόγα (ζέση) πυρετού•
лихорадочный румянец κοκκίνισμα από τον πυρετό•
-бред παραλήρημα από τον πυρετό•
лихорадочный пароксизм παροξυσμός πυρετού.
2. μτφ; υπερβολικός, έντονος, εντατικός•-ое движение πυρετώδης κίνηση•
-ая подготовка πυρετώδης προετοιμασία•
-ое состояние κατάσταση εκνευρισμού (έξαψης).
|| ταραγμένος, ανήσυχος. -
15 малярийный
επ.ελονοσιακός ελώδης•приступ πυρετικός παροξυσμός ελονοσίας•
малярийный комар κουνούπι ανωφελές•
-ая станция ανθελονοσιακός σταθμός.
-
16 нервный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноνευρικός• των νεύρων•-ая система νευρικό σύστημα•
нервный припадок νευρικός παροξυσμός•
нервный человек νευρικός άνθρωπος•
-ая дрожь τρεμούλα των νεύρων•
-ое состояние νευρική κατάσταση•
-ое беспокойство νευρική τχραχή•
-ые жесты νευρικές χειρονομίες•
-ая болезнь νευρασθένεια•
нервный озноб νευρικό ρίγος•
-ая женщина νευρική γυναίκα•
-ое движение νευρική κίνηση.
-
17 припадок
-дка α. παροξυσμός, κρίση•истерический припадок υστερική κρίση•
припадок нервный νευρική κρίση.
|| έξαψη•припадок гнева έξαψη οργής.
-
18 эпилептический
επ.επιληπτικός•эпилептический припадок επιληπτικός παροξυσμός•
-ая аура επιληπτική αύρα.
См. также в других словарях:
παροξυσμός — irritation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμός — ο, ΝΜΑ [παροξύνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση 2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων νεοελλ. 1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται … Dictionary of Greek
παροξυσμός — ο 1. έξαψη, ερεθισμός. 2. παροδική νευρική κρίση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροξυσμοῖν — παροξυσμός irritation masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμοῖς — παροξυσμός irritation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμοῖσι — παροξυσμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμοῖσιν — παροξυσμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμοί — παροξυσμός irritation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμοῦ — παροξυσμός irritation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμούς — παροξυσμός irritation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμῶν — παροξυσμός irritation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)