Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παρηγορώ

  • 1 παρηγορώ

    [паригоро] р. утешать

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρηγορώ

  • 2 утешить

    Русско-греческий словарь > утешить

  • 3 утешать

    утешать
    несов
    1. (успокаивать) παρηγορώ:
    \утешать ребенка παρηγορώ τό παιδάκι·
    2. (радовать) προξενώ χαρά, χαροποιώ.

    Русско-новогреческий словарь > утешать

  • 4 утешить

    -шу, -шишь
    ρ.σ.μ.
    παρηγορώ• καθησυχάζω•

    утешить беднодо παρηγορώ το δυστυχή.

    || χαροποιώ• ικανοποιώ.
    παρηγορούμαι• καθησυχάζω. || χαίρομαι, ευχαριστούμαι• ικανο-πο ιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > утешить

  • 5 тешить

    тешить
    несов
    1. (развлекать, веселить) διασκεδάζω (μετ.), ψυχαγωγώ:
    \тешить ребят διασκεδάζω τά παιδιά· \тешить взор χαίρεσαι νά τό βλέπεις·
    2. (успокаивать) παρηγορώ, βαυκαλίζω:
    \тешить себя надеждами βαυκαλίζομαι μέ τήν ἐλπίδα.

    Русско-новогреческий словарь > тешить

  • 6 утешать

    [ουτισάτ'] ρ. παρηγορώ

    Русско-греческий новый словарь > утешать

  • 7 утешать

    [ουτισάτ'] ρ παρηγορώ

    Русско-эллинский словарь > утешать

  • 8 бальзам

    α.
    βάλσαμο, μπάλσαμο. || μτφ. ανακούφιση, παρηγοριά.
    εκφρ.
    пролить бальзам на чтоπαλ. καθησυχάζω, παρηγορώ.

    Большой русско-греческий словарь > бальзам

  • 9 беда

    -ы, πλθ. беды θ.
    1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•

    выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•

    помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•

    непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•

    попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•

    утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.

    2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•

    беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•

    беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.

    || (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•

    это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.

    3. πάρα πολύς, πληθώρα•

    людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•

    хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.

    εκφρ.
    - как – πάρα πολύ•
    на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•
    что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•
    то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού.

    Большой русско-греческий словарь > беда

  • 10 манить

    маню, манишь κ. παλ. манишь ρ.δ.μ.
    1. νεύω, κάνω νεύμα, γνέφω, κάνω νόημα•

    манить пальцем κάνω νεύμα με το δάχτυλο.

    2. μτφ. ελκύω, έλκω, προσελκύω, τραβώ•

    хорошая погода -ит на прогулку ο καλός καιρός τραβάει για περίπατο.

    || βαυκαλίζω, παρηγορώ•

    манить кого надеждой, обещаниями βαυκαλίζω κάποιον με την ελπίδα, με υποσχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > манить

  • 11 пилюля

    θ.
    καταπότιο, χάπι, δισκίο, κουφέτο•

    -и от кашля χάπια για το βήχα.

    εκφρ.
    горькая пилюля – πικρό χάπι (βαθιά δυσαρέσκεια• κακοκάρδισμα)•
    поднести (предподнести, отпустить) -ю – πικραίνω, πικροκαρόίζω, φαρμακώνω, καταστενοχωρώ, καταδυσαρεστώ• (по)золотить -ю χρυσώνω το χάπι (παρηγορώ, ανακουφίζω, εγκαρδιώνω)•
    проглотить -ю – πίνω το χαπάκι(το πίνω με το ζουμί μου).

    Большой русско-греческий словарь > пилюля

  • 12 тешить

    -шу, -шишь
    ρ.δ.μ.
    1. διασκεδάζω, τέρπω, ψυχαγωγώ. || ικανοποιώ•

    тешить своё самолюбие ικανοποιώ τον εγωισμό μου ή το φιλότιμο μου.

    2. παρηγορώ, βαυκαλίζω•

    тешить себя на-дждами βαυκαλίζω τον εαυτό μου με ελπίδες.

    1. διασκεδάζω, τέρπομαι, ψυχαγωγούμαι. || ικανοποιούμαι, ευχαριστιέμαι• αρέσκομαι.
    2. γελώ με κακία• περιγελώ, κοροϊδεύω, χλευάζω.
    3. παρηγορούμαι, βαυκαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > тешить

См. также в других словарях:

  • παρηγορώ — παρηγορώ, παρηγόρησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. παρηγοράω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρηγορώ — έω / παρηγορῶ, έω, ΝΜΑ [παρήγορος] προσφέρω σε κάποιον παρηγοριά, συντελώ στην ανακούφιση κάποιου από τον ψυχικό πόνο του και τού ενσταλάζω ελπίδα και αισιοδοξία («όλες οι μάννες κλαίγανε κι όλες παρηγοριούνται», δημ. τραγούδι) αρχ. 1. προτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • παρηγορώ — παρηγόρησα 1. δίνω σε κάποιον παρηγοριά, καθησυχάζω κάποιον, ανακουφίζω με τα λόγια μου: Με τι λόγια να τον παρηγορήσεις σ αυτή τη συμφορά του; 2. μέσ., παρηγορούμαι παρηγορήθηκα, παρηγορημένος, ανακουφίζομαι, συνέρχομαι: Όταν βλέπω άλλους σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρηγορῶ — παρηγορέω address pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρηγορέω address pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρηγορέω address pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρηγορέω address pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορία — η, ΝΜΑ, και παρηγοριά και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρηγορώ, ο μετριασμός τού ψυχικού πόνου και η ανακούφιση τού πάσχοντος με κατάλληλα λόγια, η παραμυθία νεοελ. 1. συνεκδ. καθετί που απαλύνει τον ψυχικό… …   Dictionary of Greek

  • παρηγορίζω — 1. παρηγορώ 2. συνεκδ. γλυκαίνω, ηδύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρηγορώ, κατά τα ρ. σε ίζω (κατηγορώ: κατηγορίζω)] …   Dictionary of Greek

  • συμπαρηγορώ — έω, Μ [παρηγορῶ] παρηγορώ συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • αναψύχω — (Α ἀναψύχω) Ι. ενεργ. 1. ψυχραίνω, δροσίζω 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον 4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αποθεραπεύω — (Α ἀποθεραπεύω) 1. θεραπεύω εντελώς, ολοκληρώνω τη θεραπεία 2. ανακουφίζω, παρηγορώ κάποιον αρχ. περιποιούμαι κάποιον …   Dictionary of Greek

  • γιατρεύω — και ιατρεύω (AM ἰατρεύω) [ιατρός] 1. θεραπεύω 2. ανακουφίζω ή παρηγορώ κάποιον 3. διορθώνω, επανορθώνω …   Dictionary of Greek

  • γλυκοπαρηγορώ — ( άω) παρηγορώ κάποιον με γλυκά λόγια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»