Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

παρεξειρεσια

См. также в других словарях:

  • παρεξειρεσία — παρεξειρεσίᾱ , παρεξειρεσία outrigger fem nom/voc/acc dual παρεξειρεσίᾱ , παρεξειρεσία outrigger fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξειρεσία — ἡ, Α το μέρος τού πλοίου πέρα από τους εφέτες, το κατώτατο σημείο τής πλώρης και τής πρύμνης στο οποίο δεν υπήρχαν κωπηλάτες και κωπηλατικά θρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέξ + εἰρεσία «κωπηλασία»] …   Dictionary of Greek

  • παρεξειρεσίας — παρεξειρεσίᾱς , παρεξειρεσία outrigger fem acc pl παρεξειρεσίᾱς , παρεξειρεσία outrigger fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξειρεσίαν — παρεξειρεσίᾱν , παρεξειρεσία outrigger fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español

  • παρεμβολή — (Μαθημ.). Με αφορμή διάφορα προβλήματα των εφαρμογών (πειραματικές επιστήμες, στατιστική) τίθεται πολλές φορές το εξής (μαθηματικό) πρόβλημα: ζητείται μια συνάρτηση f μιας μεταβλητής x από το ότι για ν + 1 διαφορετικές μεταξύ τους τιμές x1, x2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»