-
1 παρεξειρεσια
ἥ оконечность корабля (на носу или на корме, незанятая гребцами) Thuc., Plut. -
2 παρεμβολη
ἥ1) вставка, введение(ἑτέρων πραγμάτων, λόγων Polyb.)
2) размещение в боевом порядке Polyb.3) боевой порядок Polyb., NT.4) лагерь, бивуак, стан Polyb., NT.5) ( в борьбе) подножка Plut.6) Polyb. = παρεξειρεσία См. παρεξειρεσια
См. также в других словарях:
παρεξειρεσία — παρεξειρεσίᾱ , παρεξειρεσία outrigger fem nom/voc/acc dual παρεξειρεσίᾱ , παρεξειρεσία outrigger fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξειρεσία — ἡ, Α το μέρος τού πλοίου πέρα από τους εφέτες, το κατώτατο σημείο τής πλώρης και τής πρύμνης στο οποίο δεν υπήρχαν κωπηλάτες και κωπηλατικά θρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέξ + εἰρεσία «κωπηλασία»] … Dictionary of Greek
παρεξειρεσίας — παρεξειρεσίᾱς , παρεξειρεσία outrigger fem acc pl παρεξειρεσίᾱς , παρεξειρεσία outrigger fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξειρεσίαν — παρεξειρεσίᾱν , παρεξειρεσία outrigger fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
παρεμβολή — (Μαθημ.). Με αφορμή διάφορα προβλήματα των εφαρμογών (πειραματικές επιστήμες, στατιστική) τίθεται πολλές φορές το εξής (μαθηματικό) πρόβλημα: ζητείται μια συνάρτηση f μιας μεταβλητής x από το ότι για ν + 1 διαφορετικές μεταξύ τους τιμές x1, x2 … Dictionary of Greek