Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παρεκκλίνω

  • 1 παρεκκλίνω

    [парэкклино] р. уклоняться, уступать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρεκκλίνω

  • 2 отклониться

    παρεκκλίνω; απομακρύνομαι, παρεκτρέπομαι ( от темы)

    Русско-греческий словарь > отклониться

  • 3 отклониться

    отклонить||ся
    ἐκτρέπομαι, ἀποκλίνω (о стрелке)/ παρεκκλίνω, λοξοδρομώ (от курса и т. п):
    \отклонитьсяся от правильного направления παρεκκλίνω ἀπό τήν σωστή κατεύθυνση· \отклонитьсяся от темы ἀπομακρύνομαι ἀπό τό θέμα.

    Русско-новогреческий словарь > отклониться

  • 4 отходить

    отходить I
    несов
    1. ἀπομακρύνομαι/ παραμερίζω (άμετ.) (в сторону)/ ἀναχωρώ, ξεκινώ (о поезде) / ἀποπλέω (о пароходе)·
    2. (отклоняться) παρεκκλίνω, ξεκόβω:
    \отходить от темы παρεκκλίνω (или παρεκβαίνω) ἀπό τό θέμα· \отходить от прежних взглядов ἐγκαταλείπω τίς παληές μου ἀντιλήψεις· \отходить от старых друзей ξεκόβω (или ἀπομακρύνομαι) ἀπό τους παληούς φίλους· \отходить от дел ἀποσύρομαι ἀπό τίς ὑποθέσεις·
    3. (отставать) ξεκολλώ:
    обо́и отошли от стены ἡ ταπετσαρία τοῦ τοίχου ξεκόλλησε·
    4. (исчезать \отходить о пятне) ἐξαλείφομαι, βγαίνω:
    пятно́ не отходит ὁ λεκές δέν βγένει·
    5. (приходить в нормальное состояние) συνέρχομαι·
    6. (умирать) уст. ἐκπνέω, ἀποθνήσκω:
    \отходить в вечность ἀπέρχομαι είς τάς αἰωνίους μονάς· ◊ \отходить ко сиу́ ἀποκοιμοῦμαι· \отходить в прошлое παρέρχομαι· праздники отошли́ πέρασαν ὁΐ γιορτές.
    отходить II
    сов см. отхй живать.

    Русско-новогреческий словарь > отходить

  • 5 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 6 отклонить

    -лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω•

    отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.

    || λυγίζω•

    -ветку λυγίζω το κλαδάκι.

    || αποκλίνω παρεκκλίνω•

    изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.

    || κινώ, κουνώ•

    отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.

    || απομακρύνω•

    отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.

    2. αποτρέπω, εμποδίζω•

    он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,

    3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•

    отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•

    отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.

    1. αποκλίνω•

    стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.

    || εκκλίνω, αποφεύγω•

    от удара αποφεύγω το χτύπημα.

    2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•

    -от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    Большой русско-греческий словарь > отклонить

  • 7 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 8 курс

    1. (направление движения) η πορεία, η κατεύθυνση, мор. о πλους
    - следования (линия соединяющая пункты отправления и назначения) - του προορισμού
    2. эк. η τιμή, η αξία 3. (цикл лечебных процедур) η θεραπεία 4. (в политике) η (πολιτική) κατεύθυνση 5. (изложение какой-л. науки в вузе) η διδασκαλία, η σειρά (των διαλέξεων/μαθημάτων) 6. (год обучения в вузах и средних специальных учебных заведениях) το έτος (της εκπαίδευσης/φοί-τησης) 7. (законченный цикл обучения) о πλήρης κύκλος της διδασκαλίας 8. (учебник, излагающий какую-л. науку) το εγχειρίδιο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курс

  • 9 отклоняться

    (от курса) мор. παρεκκλίνω (από την πορεία), λοξοδρομό.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отклоняться

  • 10 отклонить

    отклонить, отклонять αποκλίνω, απορρίπτω" αποκρούω (отвергать) \отклониться παρεκκλίνω* απομακρύνομαι, παρεκτρέπομαι (от темы)
    * * *
    = отклонять
    αποκλίνω, απορρίπτω; αποκρούω ( отвергать)

    Русско-греческий словарь > отклонить

  • 11 отклонить

    отклонить
    сов, отклонять несов
    1. (в сторону) παρεκκλίνω, ἀποκλίνω·
    2. (отвергать) ἀπορρίπτω:
    \отклонить ходатайство ἀπορρίπτω τήν αίτηση.

    Русско-новогреческий словарь > отклонить

  • 12 отступать

    отступать
    несов, отступить сов
    1. ὑποχωρώ, ὁπισθοχωρώ:
    \отступать на шаг κάνω ἕνα βήμα πῖσω· \отступать с боями ὑποχωρώ μαχόμενος·
    2. перен (уклоняться, отказываться) παραιτούμαι ἀπό κάτι, ἀπαρ-νοῦμαι, παρανομώ, παρεκκλίνω, παραβαίνω (от правила, обычая и т. п.):
    \отступать перед трудностями ὑποχωρώ μπροστά στάς δυσκολίες· \отступать от своих взглядов παραβαίνω τίς ἀρχες μου·
    3. (от темы и т. п.) ἐκτρέπομαι τοῦ θέματος.

    Русско-новогреческий словарь > отступать

  • 13 путь

    пут||ь
    м
    1. (дорога) ὁ δρόμος, ἡ ὁδός/ ж.-д. ἡ γραμμή:
    запасной \путь ἡ πλαγία γραμμή· \путьй сообщения οἱ συγκοινωνίες· санный \путь δρόμος γιά τά ἐλκηθρα· морской \путь ἡ θαλασσία ὀδός· во́дным \путьем διά θαλασσής· воздушным \путьем ἀεροπορικώς· на моем \путьй στό δρόμο μου· проложить \путь (тж. перен) ἀνοίγω δρόμο· сбиться с \путьй а) χάνω τό δρόμο, б) перен παρεκκλίνω (или ἐκτρέπομαι) ἀπ' τόν δρόμο·
    2. перен ὁ δρόμος, ἡ ὁδός:
    по ленинскому \путьй στό δρόμο τοῦ λενι-νισμοδ· \путь к миру ὁ δρόμος πρός τήν εἰρήνη·
    3. (путешествие) τό ταξίδι:
    пуститься в \путь ξεκινώ γιά ταξίδι· счастливого \путьй! καλό ταξίδι!· держать \путь κατευθύνομαι, πορεύομαι, πηγαίνω· в двух днях \путьй от... δυό μέρες δρόμος ἀπό...·
    4. \путьи мн. анат. οἱ πόροι:
    дыхательные \путьи́ τα ἀναπνευστικά ὀργανα· желчные \путьй τά χολαγωγά ἀγγεΐα·
    5. (способ) τό μέσο[ν], ὁ τρόπος:
    каки́м \путьем? μέ τί τρόπο;· любым \путьем μέ κάθε μέσο, μέ κάθε τρόπο· тем или иным \путьем μέ τόν δνα ἡ τόν ἄλλο τρόπο· окольным \путьем, окольными \путьями ἐμμεσα, ἐμμέσως, ἀπό πλάγιο δρόμο· ◊ последний \путь ἡ κηδεία, τό τελευταίο ταξ(ε)ίδι· по \путьй στό δρόμο μου, καθ' ὀδόν наставить кого́-л. на \путь истины βάζω (или φέρνω) κάποιον στον ἰσιο δρόμο· совратить с \путьй ξεμυαλίζω, ἀποπλανώ· Млечный Путь астр. ὁ Γαλαξίας.

    Русско-новогреческий словарь > путь

  • 14 сторона

    сторон||а
    ж
    1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:
    в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·
    2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:
    родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·
    3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:
    πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·
    4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:
    лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·
    5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:
    противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·
    6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:
    рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία!

    Русско-новогреческий словарь > сторона

  • 15 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 16 путь

    α.
    1. δρόμος, οδός•

    прямой путь ίσιος δρόμος•

    широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•

    санный путь ελκηθόδρομος•

    заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•

    воздушный путь αεροπορική γραμμή.

    2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•

    каким -м? με τι τρόπο;•

    любым -м με κάθε τρόπο.

    3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•

    дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.

    4. ταξίδι•

    направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.

    5. δρομολόγιο•

    путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•

    держать путь τηρώ την κατεύθυνση.

    || μέσον•

    путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.

    6. όφελος, κέρδος•

    коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.

    εκφρ.
    жизненный путь – η πορεία της ζωής•
    окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•
    путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•
    - и сообщения – η συγκοινωνία•
    без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•
    на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•
    по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•
    не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•
    забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•
    быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•
    вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•
    стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•
    стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•
    стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό.

    Большой русско-греческий словарь > путь

  • 17 рыскать

    рыщу, рыщешь κ. -аю, -аешь
    ρ.δ.
    1. τρέχω προς αναζήτηση•

    волк -ает ο λύκος τρέχει για αναζήτηση λείας•

    собаки рыщут τα σκυλιά ψάχνουν θηράματα.

    || ερευνώ. || περιφέρομαι άσκοπα.
    2. (ναυτ.) παρεκκλίνω,ξεφεύγω, περιπλανιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > рыскать

  • 18 уваливать

    ρ.δ.
    βλ. увалить.
    1. κλίνω, γέρνω.
    2. αποκλίνω, παρεκκλίνω, εκτρέπομαι.
    ρ.δ.
    βλ. увалять.
    βλ. уваляться.

    Большой русско-греческий словарь > уваливать

  • 19 увалить

    -элю, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) κλίνω, γέρνω, κάνω να κλίνει,να γέρνει•

    увалить скирд γέρνω τη θημωνιά.

    2. επικαλύπτω, επισκεπάζω.
    3. αποκλίνω, παρεκκλίνω,εκτρέπω.

    Большой русско-греческий словарь > увалить

  • 20 уклонить

    -они, -онишь
    - παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ. παλ. απομακρύνω, αποκλίνω, δίνω άλλη κατεύθυνση. || μτφ. αποτρέπω•

    уклонить кого–нибудь от преступления αποτρέπω κάποιον από το έγκλημα.

    1. αποφεύγω, διαφεύγω•

    уклонить от удара αποφεύγω το χτύπημα.

    2. μτφ. δεν επιθυμώ•

    от знакомств αποφεύγω τις γνωριμίες•

    уклонить от прямого ответа αποφεύγω να απαντήσω ξεκάθαρα.

    3. παρεκκλίνω, ξεφεύγω, αλλάζω κατεύθυνση•

    мы -лись вправо и попали в болото εμείς παρεκκλίναμε δεξιά και πέσαμε στο βάλτο•

    дорога -лась влево ο δρόμος έστριβε αριστερά.

    4. μτφ. εξοκέλλω, παρεκτρέπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > уклонить

См. также в других словарях:

  • παρεκκλίνω — παρεκκλίνω, παρεξέκλινα βλ. πίν. 172 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρεκκλίνω — παρεκκλί̱νω , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor subj act 1st sg παρεκκλί̱νω , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres subj act 1st sg παρεκκλί̱νω , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres ind act 1st sg παρεκκλί̱νω , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλίνω — ΝΑ [εκκλίνω] 1. γέρνω κάτι προς τα πλάγια ή προς άλλη διεύθυνση, απομακρύνω ή εκτρέπω κάτι από την αρχική του θέση ή διεύθυνση και τό κάνω να πάρει λοξή θέση ή να λοξοδρομήσει 2. απομακρύνομαι από την αρχική μου θέση, πορεία ή διεύθυνση, αποκλίνω …   Dictionary of Greek

  • παρεκκλίνω — παρέκκλινα 1. μτβ., κάνω κάτι να βγει από το δρόμο, από την πορεία του, από την κανονική του θέση. 2. αμτβ., βγαίνω από το δρόμο μου, εκτρέπομαι. 3. μτφ., παραβαίνω τις αρχές μου, ξεφεύγω από το σκοπό μου: Η γενική συνέλευση παρέκκλινε από το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεκκλῖνον — παρεκκλίνω turn somewhat aside pres part act masc voc sg παρεκκλίνω turn somewhat aside pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλῖναι — παρεκκλίνω turn somewhat aside aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλῖναν — παρεκκλίνω turn somewhat aside aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλίνῃ — παρεκκλί̱νῃ , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor subj mid 2nd sg παρεκκλί̱νῃ , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor subj act 3rd sg παρεκκλί̱νῃ , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres subj mp 2nd sg παρεκκλί̱νῃ , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλίνει — παρεκκλί̱νει , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor subj act 3rd sg (epic) παρεκκλί̱νει , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres ind mp 2nd sg παρεκκλί̱νει , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλίνομεν — παρεκκλί̱νομεν , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor subj act 1st pl (epic) παρεκκλί̱νομεν , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres ind act 1st pl παρεκκλί̱νομεν , παρεκκλίνω turn somewhat aside imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλίνουσι — παρεκκλί̱νουσι , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor subj act 3rd pl (epic) παρεκκλί̱νουσι , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρεκκλί̱νουσι , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»