-
1 παρδαλιδεύς
παρδαλιδεύς, έως, ὁ, das Junge des Panthers, Eust. 1625, 46.
-
2 παρδαλιδεύς
παρδαλιδεύς, έως, ὁ, das Junge des Panthers
См. также в других словарях:
παρδαλιδεύς — ὁ, Μ το νεογνό τής λεοπάρδαλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λυκ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
πορδαλιδεύς — έως, ὁ, Α βλ. παρδαλιδεύς … Dictionary of Greek