-
1 παρα-στάτης
παρα-στάτης, ὁ, der daneben od. dabei Stehende, Gefährte; Ἰόλᾳ ἐών, Pind. N. 3, 36; Aesch. Pers. 918; Soph. Ant. 671; Eur. Heracl. 90; πυλῶν, Rhes. 506; in der Schlachtordnung der Nebenmann, Her. 6, 117 u. Folgde, bes. zum Schutz, ᾐτεῖτο ϑεοὺς ἡγεμόνας γίγνεσϑαι τῇ στρατιᾷ καὶ πα-ραστάτας ἀγαϑοὺς καὶ συμμάχους, Xen. Cyr. 3, 3, 21; auch im Chor, Arist. pol. 3, 4, 6, vgl. Jac. Ach. Tat. p. 903. – Auf den Schiffen zwei Stützen zur Befestigung des Mastes im Schiffsboden, Att. Seew. p. 126. – In der Anatomie sind παραστάται die Oberhoden, ἐπιδιδυμίδες, auch die Hoden selbst bei den Vögeln.
-
2 συμ-παρα-στάτης
συμ-παρα-στάτης, ὁ, Mitbeistand, Helfer, τὸ γὰρ νοσοῦν ποϑεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν, Soph. Phil. 671.
-
3 παραστάτης
II one's comrade on the flank (opp. προστάτης, front-rank-man, ἐπιστάτης, rear-rank-man), τὸν ἑωυτοῦ π. Hdt.6.117, cf. X.Cyr.3.3.59, 8.1.10 ;παρήγγειλε τοὺς ἐπιστάτας μεταβαίνειν εἰς παραστάτην Polyaen. 2.10.4
.2 generally, comrade, Pi.N.3.37, A.Pers. 957 (lyr.), Hdt. 6.107 (pl.), S.Ant. 671, etc. ; the ephebi were bound by oath μὴ καταλείπειν τὸν π., Poll.8.105, cf. Arist.EN 1130a30, Stob.4.1.48 ; of a horse,π. ἐν μάχαις Babr.76.3
: hence, assistant, supporter, ; of the gods,π. ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους X.Cyr.3.3.21
; esp. of the Dioscuri, Trag.Adesp. 14.IV Medic., οἱ π. testicles, Ph.1.45, Ath.9.395f, etc.: personified, in dual, Pl.Com. 174.13 ; also, of the epididymis, Hp.Oss.14, cf. Gal.19.128.2 of the σπερματικοὶ πόροι, π. ἀδενοειδεῖς, κιρσοειδεῖς, Herophil. ap.Gal.UP14.11, cf. Ruf.Onom. 185, Gal.4.643.V in a ship, pieces of wood to stay the mast, IG22.1606.36, 1607.5,15,78, 1611.38: dual παραστάτα ib. 1608.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραστάτης
-
4 παραστάτης
παρα-στάτης, ὁ, der daneben od. dabei Stehende, Gefährte; in der Schlachtordnung der Nebenmann; bes. zum Schutz; auch im Chor. Auf den Schiffen zwei Stützen zur Befestigung des Mastes im Schiffsboden. In der Anatomie sind παραστάται die Oberhoden, ἐπιδιδυμίδες, auch die Hoden selbst bei den Vögeln -
5 παραστατης
1) стоящий рядом, сосед по строю Her., Xen.2) парастат, т.е. хоревт, стоящий рядом с корифеем Arst.3) товарищ Her., Pind., Aesch.4) помощник, защитник(παραστάται καὴ σύμμαχοι Xen.)
5) приставленный для охраны(π. πυλῶν Eur.)
-
6 συμπαραστάτης
συμ-παρα-στάτης, ὁ, Mitbeistand, Helfer
См. также в других словарях:
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
ζυγοστάτης — ο (AM ζυγοστάτης, Α δωρ. ζυγοστάτας) ο ζυγιστής, ο αρμόδιος για το ζύγισμα υπάλληλος αρχ. μτφ. (για τον Δία) κριτής, δικαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + στατης (< ίστημι), πρβλ. επι στάτης, παρα στάτης] … Dictionary of Greek
κογχοστάτης — ο ανθρωπολ. όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η διεύθυνση τού άξονα τού κόγχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + στάτης (< ασθενές θ. στă τού ἵστημι), πρβλ. ορθο στάτης, παρα στάτης] … Dictionary of Greek
λυχνοστάτης — ο στήριγμα λύχνου ή λυχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα , πρβλ. ἔ στα μεν, στά σις, τού ἵστημι), πρβλ. θερμο στάτης, παρα στάτης] … Dictionary of Greek
συστάτης — ο, ΝΑ καθεμιά από τις δοκούς τής στέγης οι οποίες αρχίζουν από τους παράλληλους τοίχους και συναντώνται στην κορυφή, αλλ. αμείβων νεοελλ. ναυτ. καθεμιά από τις κατακόρυφες δοκούς πάνω στις οποίες στηρίζεται ο πρόβολος ιστός αρχ. 1. διοργανωτής,… … Dictionary of Greek