-
1 παραποδιζω
связывать по (рукам и) ногам, т.е. препятствовать, мешать(τῶν ὅπλων χρείαν Polyb.)
μέ παραποδισθῶμεν Plat. — чтобы нам не оказаться в безвыходном положении
См. также в других словарях:
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek