-
1 παρα-ποδίζω
παρα-ποδίζω, die Füße verstricken, übh. verwickeln, hindern; φοβούμενος, μή πη παραποδισϑείη, Plat. Ep. VII, 330 b; μὴ παραποδισϑῶμεν, Legg. II, 652 b, täuschen, wie Poll. erkl. παρατραπῶμεν, ἐξαπατηϑῶμεν; Pol. παραποδίζειν τὴν τῶν ὅπλων χρείαν, 2, 28, 8; παραποδίζεσϑαι πρὸς τὰς χρείας, S. Emp. adv. gramm. 193.
-
2 παραποδίζω
παρα-ποδίζω, die Füße verstricken, übh. verwickeln, hindern; μὴ παραποδισϑῶμεν, täuschen -
3 παραποδιζω
связывать по (рукам и) ногам, т.е. препятствовать, мешать(τῶν ὅπλων χρείαν Polyb.)
μέ παραποδισθῶμεν Plat. — чтобы нам не оказаться в безвыходном положении
См. также в других словарях:
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek