-
1 παρα-βιάζομαι
παρα-βιάζομαι, mit Gewalt Etwas thun, durchsetzen; τὸν χάρακα, durchbrechen, Pol. 22, 10, 7; περὶ πράγματος, 26, 1, 3; καὶ διαστρέφειν τὰς γνώμας, Plut. Lycurg. 6, öfter, u. N. T. – Suid. führt auch das act. an, zw.
-
2 εἰς-βιάζομαι
εἰς-βιάζομαι, mit Gewalt hineindringen; εἰς τοὺς οἴκους Plut. Num. 1; ὢν οὐκ ἀστὸς εἰςβιάζεται, drängt er sich ein, Ar. Av. 32; vgl. Dem. 39, 33, wo ein inf. dabeisteht; πρός τινα, D. Sic. 14, 9; ἐπὶ τὸν Βόσπορον D. C. 42, 17; παρὰ τὴν ϑύραν als einen auf der Bühne üblichen Ausdruck erwähnt Luc. Nigr. 31.
-
3 παραβιάζομαι
A do a thing by force against nature or law, LXX De.1.43; use violence,περὶ τῶν τοιούτων Plb.24.8.3
.II c. acc., π. τὸν χάρακα force the palisade, Id.21.27.7; π. τινά constrain, compel him, LXX 4 Ki.2.17, al., Ev.Luc.24.29, Act.Ap.16.15; of arguments or explanations,τὸ ἀδύνατον π. Epicur.Ep.2p.36U.
, Nat. 107 G.; μύθους π. καὶ διαστρέφειν to do them violence, Plu.2.19f, cf. Lyc.6; constrain, c. inf., Onos.19.2 ([voice] Pass.):—[voice] Act. in Gal.5.287.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραβιάζομαι
-
4 παραβιάζομαι
παρα-βιάζομαι, mit Gewalt etwas tun, durchsetzen; τὸν χάρακα, durchbrechen -
5 παραβιαζομαι
1) брать силой, взламывать(τὸν χάρακα Polyb.)
2) ломать, нарушать(τὰς γνώμας, ταῖς ἡδοναῖς τέν φύσιν Plut.)
3) удерживать, принуждать(τινα NT.)
-
6 βιάζω
βιάζω, bewältigen, zwingen; Hom. acti v. Odyss. 12, 297 βιάζετε μοῦνον ἐόντα, Scholl. Aristonic. βιάζετε: Ζηνόδοτος βιάζεσϑ' οἶον ἐόντα, οὐ νοήσας, ὅτι ποιητικῶς ἐσχημάτισται, d. h. Zenodot habe nicht begriffen, daß Homer das Verbum βιάζεσϑαι, welches gewöhnlich allerdings medium (passivum) sei, hier ausnahmsweise einmal mit dichterischer Freiheit als activum conjugire; medium Iliad. 22, 229 Odyss. 9, 410 βιάζεται, passiv. Iliad. 11, 589 βιάζεται, 15, 727. 16, 102 βιάζετο, 11, 576 βιαζόμενον. Activ. Alcaeus com. B. A. 86 ἐβίασε (Meineke C. G. F. 2, 2 p. 833), und Spätere; passiv. das praes. Thuc. 1, 2. 77. 4, 10. 7, 84 Aeschyl. Ag. 1509 Soph. Ant. 66, das perf. βεβίασμαι Xen. Hell. 5, 2, 23, der aor. ἐβιάσϑην Xen. Hell. 7, 3, 9. Meist dep. med. βιάζομαι: 1) Gewaltanthun, bedrängen, zwingen; Demosth. Fals. leg. 206 οὐδὲν γὰρ πώποτ' οὔτ' ἠνώχλησα οὔτε μὴ βουλομένους ὑμᾶς βεβίασμαι; βιασϑέντες λύᾳ Pind. N. 9, 14; τινά Aesch. Spt. 1033 Ag. 768 u. sonst; γυναῖκα, ein Weib nothzüchtigen, Plat. Legg. IX, 874 c; Xen. Cyr. 2, 1, 34; vgl. Ar. Pl. 1092; ἀνϑρώπους, gewaltthätig behandeln, Xen. Mem. 2, 6, 24; ἑαυτόν, sich Gewalt anthun, sich tödten, Plat. Phaed. 61 d; oft Ggstz πείϑειν, z. B. Gorg. 517 d; τὰ σφάγια Her. 9, 41, Gewalt anthun, verletzen; νόμους Thuc. 8, 53; ἄλλοϑεν βιασϑέντες, mit Gewalt weggeführt, Xen. Cyr. 4, 5, 56. Oft wird ein inf. hinzugesetzt, Xen. An. 1, 3, 1, u. bes. Sp. – 2) erzwingen, mit Gewalt durchsetzen, τὰ σφάγια, günstige Vorzeichen, Her. 9, 41; τὸν ἔκπλουν Thuc. 7, 70; βιασάμενον ἐκπλεῖν 7, 67; βιασάμενος, mit Gewalt, Xen. An. 7, 8, 11; ὁ νόμος πολλὰ παρὰ τὴν φύσιν βιάζεται Plat. Prot. 337 d; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 12. 6, 1, 4; εἴσω, mit Gewalt eindringen, Cyr. 3, 3, 69; vgl. 5, 5, 45; διὰ τῶν φυλάκων Thuc. 7, 83; πρὸς τὸν λόφον ἐλϑεῖν 7, 79; πρὸς τὸν λόφον Pol. 2, 67; τῆ πύλη 4, 18 u. öfter; πρόσω, vorwärts dringen, Plut. Pomp. 71; τὰς ναῦς, die Schiffe forciren, Thuc. 7, 23; vgl. 3, 20; πολεμίους Xen. An. 1, 4, 5, d. i. βίᾳ ἀπώσασϑαι. – Auch von der Rede, etwas behaupten u. eine Behauptung durchzusetzen suchen, νοητὰ ἄττα εἴδη – τὴν ἀληϑινὴν οὐσίαν εἶναι Plat. Soph. 246 b; vgl. Dem. 21, 205. – Von dem Styl, βεβιασμένα σχήματα, geschraubt, Dion. Hal. iud. de Thuc. 33, öfter.
-
7 καταβιαζομαι
1) med. подчинять себе, покорять(τινα παρὰ γνώμην Thuc.; δυνάμει καὴ χάριτι τέν δόξαν Plut.)
ὁμολογεῖν μέ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Plut. — (стоики), извращающие несовместимые (с их системой) явления2) pass. быть принуждаемым(ὑπό τινος Plut.)
-
8 εἰςβιάζομαι
εἰς-βιάζομαι, mit Gewalt hineindringen; ὢν οὐκ ἀστὸς εἰςβιάζεται, drängt er sich ein; παρὰ τὴν ϑύραν als einen auf der Bühne üblichen Ausdruck erwähnt
См. также в других словарях:
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα … Dictionary of Greek
υπερεπείγω — ὑπερεπείγω ΝΑ νεοελλ. 1. (το ενεργ. μόνον ως τριτοπρόσ.) υπερεπείγει είναι εξαιρετικά επείγον, βιαστικό («υπερεπείγει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο») 2. μέσ. υπερεπείγομαι βιάζομαι πάρα πολύ 3. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ.) υπερεπείγον (ένδειξη σε… … Dictionary of Greek
βιάζω — σα, στηκα, βιασμένος 1. εξαναγκάζω κάποιον σε μία πράξη, τον πιέζω να την κάνει, ασελγώ: Οι καταστάσεις μάς βιάζουν στο να αναλάβουμε δράση. 2. εξαναγκάζω κάποιον στη σεξουαλική πράξη παρά τη θέλησή του: Σύρθηκε στα δικαστήρια με την κατηγορία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)