-
1 παραχωρώ
[ουστούπκα] ουσ θ παραχώρηση -
2 выделить
выделить, выделять 1) (отделить) ξεχωρίζω· παραχωρώ (предоставить) 2) (отличить) διακρίνω· σημειώνω (подчёркивать) 3) (средства и т. л.) παραχωρώ \выделиться 1) ξεχωρίζω 2) (отличиться) διακρίνομαι* * *= выделять1) ( отделить) ξεχωρίζω; παραχωρώ ( предоставить)2) ( отличить) διακρίνω; σημειώνω ( подчёркивать)3) (средства и т. п.) παραχωρώ -
3 уступать
уступать, уступить 1) παραχωρώ; υποχωρώ (соглашаться) \уступать место παραχωρώ θέση 2) (в цене ) κάνω σκόντο 3) (быть хуже) υστερώ, υπολείπομαι; μειονεκτώ* * *= уступить1) παραχωρώ; υποχωρώ ( соглашаться)уступа́ть ме́сто — παραχωρώ θέση
2) ( в цене) κάνω σκόντο3) ( быть хуже) υστερώ, υπολείπομαι; μειονεκτώ -
4 уступить
-уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уступленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.1. μ. παραχωρώ• αφήνω•уступить место παραχωρώ τη θέση•
уступить право παραχωρώ το δικαίωμα•
уступить территорию παραχωρώ έδαφος.
2. υποχωρώ, ενδίδω•уступить сначала она противилась, но потом -ла στην αρχή αυτή εναντιώνονταν, όμως μετά ενέδοσε•
силному υποχωρώ μπροστά στον ισχυρό•
силе, насилию υποχωρώ στη δύναμη, στη βία•
в споре υποχωρώ στη συζήτηση.
|| υστερώ•это ружьё твоему не -ит αυτό το όπλο δεν υστερεί από το δικό σου.
3. πουλώ•уступить товар на полцены πουλώ το εμπόρευμα μισοτιμής.
-
5 уступать
уступатьнесов, уступить сов1. (отказываться добровольно) παραχωρώ, ἐκχωρώ, ἀφήνω:\уступать место παραχωρώ τήν θέση μου· \уступать кому́-л. дорогу παραμερίζω· \уступать первенство παραχωρώ τά πρωτεία·2. (соглашаться, покоряться) ὑποχωρώ, ἐνδίδω:\уступать просьбам ἐνδίδω στίς παρακλήσεις· \уступать силе ὑποχωρώ μπροστά στή δύναμη· \уступать желанию Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου· не \уступать ни на шаг δέν ὑποχωρώ οὔτε βήμα·3. (в чем-л.\уступатьпри сравнениях) ὑστερω:\уступать кому́-л. в храбрости ὑστερώ σέ ἀνδρεία· не \уступать кому-л. в чем-л. δέν ὑστερώ ἀπό κάποιον σέ τίποτα·4. (в цене) κάνω ἐκπτωση, κάνω σκόντο:не \уступать ни копейки δέν κάνω σκόντο ὁὔτε ἕνα καπίκι. -
6 дорога
дорога ж в разн. знач. о δρόμος шоссейная \дорога о ασφαλτόδρομος' автомобильная \дорога о αυτοκινητόδρομος сбиться с \дорогаи χάνω το δρόμο уступить -у παραχωρώ (το δρόμο) нам по \дорогае πάμε μαζί \дорогаой, в \дорогае στο δρόμο* * *ж в разн. знач.ο δρόμοςшоссе́йная доро́га — ο ασφαλτόδρομος
автомоби́льная доро́га — ο αυτοκινητόδρομος
сби́ться с доро́ги — χάνω το δρόμο
уступи́ть доро́гу — παραχωρώ (το δρόμο)
нам по доро́ге — πάμε μαζί
доро́гой, в доро́ге — στο δρόμο
-
7 выделить
ρ.σ.μ.1. ξεχωρίζω•выделить слабых учеников ξεχωρίζω τους αδύνατους μαθητές.
|| διακρίνω, κάνω να φαίνεται, να ξεχωρίζει• υπογραμμίζω, τονίζω, σημειώνω•выделить цитату особым шрифтом υπογραμμίζω περικοπή με ιδιαίτερα γράμματα.
2. παραχωρώ•выделить часть имущества παραχωρώ μέρος της περιουσίας.
3. εκκρίνω, βγάζω•выделить пот βγάζω ιδρώτα.
|| παράγω•выделить углекислый газ βγάζω μονοξείδιο του άνθρακα.
4. (στρατ.) αποσπώ•выделить отряд αποσπώ τμήμα, βγάζω απόσπασμα.
1. χωρίζω•женатые сыновья -лись из отчовской семьи τα παντρεμένα παιδιά χώρισαν από τον πατέρα (ή τους γονείς).
|| διακρίνομαι, ξεχωρίζω•его голос -лся громче всех η φωνή του ξεχώρησε βροντερότερη απ’ όλες.
2. εκκρίνομαι, βγαίνω•-лаоь слюна βγήκε σάλιο.
|| παράγομαι. -
8 отвести
-еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведяρ.σ.μ.1. φέρω, πηγαίνω•отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.
2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.
|| μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•-воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•
отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).
|| αποκρούω•отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.
|| προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•беду προλαβαίνω το κακό.
4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.
6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.εκφρ.отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ. -
9 отделить
елю-лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отделенный, βρ: -лен, -лена, -лешρ.σ.μ.1. χωρίζω, ξεχωρίζω διαχωρίζω ξεδιαλέγω•отделить желток от белка ξεχωρίζω τον κρόκο από τα ασπράδι.
|| αποχωρίζω, αφαιρώ, βγάζω•отделить кору от ствола ξεφλουδίζω τον κορμό.
|| κάνω διάκριση, διακρίνω, διαγιγνώσκω• αναγνωρίζω•отделить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμμα.
2. απομονώνω ξεκόβω.3. παραχωρώ•отделить часть имения παραχωρώ μέρος της κτηματικής περιουσίας.
1. αποχωρίζομαι, (ξε)χωρίζομαι• αφαιρούμαι βγαίνω•кора -лась от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.
2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.3. απομακρύνομαι.4. παλ. χωρίζω, ζω χώρια•он –лся от отца αυτός χώρισε από τον πατέρα.
5. εκκρίνομαι. -
10 предоставить
ρ.σ.μ.1. παρέχω, χορηγώ, παραχωρώ• δίνω• προσφέρω•предоставить возможность παρέχω τη δυνατότητα•
предоставить место παραχωρώ τη θέση.
2. αφήνω, επιτρέπω•он -ил ему выбрать лучшее αυτός του επέτρεψε να διαλέξει το καλύτερο.
|| εγκαταλείπω•предоставить на волю судьбы αφήνω στην τύχη ή έρμαιο της τύχης.
|| αναθέτω.εκφρ.предоставить самому (самим) себе – αφήνω μόνον του να πράξει (όπως θέλει)•предоставить слово – δίνω το λόγο (να μιλήσει)•предоставить себе право – επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα. -
11 выдавать
1. (сигнал) παράγω, δίνω 2. (отпускать, поставлять, возвращать) δίνωπαραδίνω3. (на-гора) παράγω 4. (рас-пределять) μοιράζω 5. (патент, лицензию и т.п.) καταχωρώ, παραχωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдавать
-
12 выделять
1. (извлекать, отделять) εξάγω (μέσω διαλογής), διαλέγω, ξεχωρίζω, εκλέγω 2. (испускать свет, тепло и т.п.) εκλύω, εκπέμπτω 3. (предоставлять для использования) παραχωρώ, δίδω 4. хим. βγάζω, εξάγω 5. (что-л. на металле и т.п.) εκκρίνω, βγάζω, παράγω 6. (в тексте) υπογραμμίζω, τονίζω 7. физиол. εκκρίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выделять
-
13 переуступать
(напр. право) εκχωρώ, παραχωρώ, μεταβιβάζω(напр. вексель) διαπραγματεύομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переуступать
-
14 предоставить
παρέχω, χορηγώ, παραχωρώ, δίνω, δίδω, προσφέρωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предоставить
-
15 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
16 выделять
выделятьнесов1. (отбирать) διαλέγω, ξεχωρίζω, ἐκλέγω·2. (отличать) διακρίνω, ξεχωρίζω/ ὑπογραμμίζω, σημειώνω (подчеркивать)·3. (имущество и т. п.) παραχωρώ, (ξε)χωρίζω·4. фи-виол. ἐκκρίνω·5. хим. βγάζω, ἐξάγω. -
17 место
мест||ос1. ὁ τόπος, ὁ χώρος, τό μέρος / ἡ θέση [-ις] (тж. в театре)/ ἡ τοποθεσία (тк. местность):рабочее \место ὁ τόπος ἐργασίας· \место отдыха ὁ τόπος ἀνάπαυσης· \место происшествия ὁ τόπος ὀπου συνέβη κάτι· \место назначения ὁ τόπος προορισμού· \место рождения ὁ τόπος γεννήσεως· родные \местоа ἡ πατρίδα, τά πατρικά χώματα· живописные \местоа γραφικές τοποθεσίες· голое \место γυμνός τόπος· бесплатные \местол οἱ δωρεάν θέσεις· общественные \местоа οἱ δημόσιοι χώροι· уступить \место кому́-л. παραχωρώ τή θέση μου σέ κάποιον занимать \место а) (в пространстве) πιάνω τόπον, б) (в театре и т. ἡ.) πιάνω θέση· на \местоеч ἐπί τόπου· по \местоам1 (команда) λάβετε θέσεις!· с \местоа на \место ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο·2. (в книге и т. ἡ.) τό χωρίον3. (должность, служба) ἡ θέση[-ις]. ἡ ὑπηρεσία, τό πόστο:получить хорошее \место διορίζομαι σέ καλή θέση·4. (багажное) τό δέμα ἀποσκευών ◊ детское \место анат. τό ὕστερο[ν], τό ἀκόλουθο· общее \место ἡ κοινοτοπία· больное \место перен τό εὐαίσθητο σημείο, τό 'αδύνατο μέρος· отхо́жее \место ὁ ἀπόπατος, τό ἀποχωρητήριο· \место заключения ἡ είρκτή, ἡ φυλακή· иметь \место συμβαίνω, λαμβάνω χὠ-ραν не находить себе \местоа δέν μέ χωρεί ὁ τόπος· знать свое \место ἔχω τό γνώθι σαὐ-τόν поставить кого́-л. на \место βάζω κάποιον στή θέση του· на моем \местое στή θέση μου· на \местое преступления στον τόπο τοῦ ἐγκλήματος, ἐπ' αὐτοφόρω· у́зкое \место τό ἀδύνατο σημείο· пустое \место (о человеке) σάν νά μήν ὑπάρχει· к \местоу στήν κατάλληλη στιγμή· говорить не к \местоу μιλώ ἄστοχα· \местоами ἐδῶ κι· ἐκεϊ· здесь не \место говорить об э́том δέν εἶναι τόπος ἐδῶ νά μιλάμε γι ' αὐτό· ни с \местоа! ὁδτε Ρήμα, μή κουνηθείς!· власть на \местоах ἡ τοπική ἐξουσία, οἱ ντόπιες ἀρχές. -
18 наделить
наделитьсов, наделять несов ἀπονέμω, παρέχω, δίνω, παραχωρώ / διανέμω (при разделе)/ προικίζω, χαρίζω (одарить):природа наделила его́ способностями ἡ φύση τόν ἐπροίκισε μέ Ικανότητες. -
19 нарезать
нарезатьсов, нарезать несов1. κόβω (σέ κομμάτια) / κόβω (φέτες) (ломтями):\нарезать мясо κόβω τό κρέας· \нарезать бумаги κόβω χαρτί·2. тех. (резьбу) αὐλακώνω·3. (землю) παραχωρώ. -
20 отдавать
отдаватьнесов1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:\отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:(помещать) τοποθετώ, βάζω:\отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·6. мор.:\отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παραχωρώ — παραχωρῶ, έω, ΝΜΑ εκχωρώ, μεταβιβάζω σε άλλον πράγμα ή δικαίωμα μσν. αρχ. αποσύρομαι προς τα πλάγια, κάνω τόπο για διευκόλυνση άλλων ή από σεβασμό μσν. 1. παραλείπω 2. είμαι κατώτερος αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2. παρέχω, δίνω,… … Dictionary of Greek
παραχωρώ — παραχωρώ, παραχώρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραχωρώ — παραχώρησα, παραχωρήθηκα, παραχωρημένος, αφήνω, διαβιβάζω σε κάποιον δικαίωμα ή πράγμα: Στους ακτήμονες παραχωρήθηκε κλήρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραχωρῶ — παραχωρέω go aside pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραχωρέω go aside pres ind act 1st sg (attic epic doric) παραχωρέω go aside pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραχωρέω go aside pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
εκχωρώ — ( έω) (AM ἐκχωρῶ) παραχωρώ, μεταβιβάζω αρχ. 1. απομακρύνομαι, φεύγω από έναν τόπο («ἐκχωρεῑν ἐκ χώρας») 2. μεταναστεύω, μετοικώ 3. μτφ. εγκαταλείπω τη ζωή, πεθαίνω 4. (για μέλος τού σώματος) βγαίνω από τη θέση μου, εξαρθρώνομαι 5. αποχωρώ,… … Dictionary of Greek
εώ — (I) (ΑΜ ἐῶ, άω και επικ. τ. εἰῶ) νεοελλ. (μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έα άφηνε, χαλάρωνε μσν. αρχ. αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.) αρχ. 1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ… … Dictionary of Greek
προσυγχωρώ — έω, Α 1. παραχωρώ προηγουμένως 2. μέσ. προσυγχωροῡμαι, έομαι συμφωνώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + συγχωρῶ «συμφωνώ, υποχωρώ, παραχωρώ»] … Dictionary of Greek
συμπαραχωρώ — έω, Α [παραχωρῶ] παραχωρώ συγχρόνως … Dictionary of Greek