Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παρατρίβω

См. также в других словарях:

  • παρατρίβω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. τρίβω κάτι υπερβολικά, τρίβω πάρα πολύ, φθείρω, καταστρέφω κάτι με υπερβολικό τρίψιμο 2. μέσ. παρατρίβομαι φθείρομαι από την υπερβολική τριβή, από το πολύ τρίψιμο («παρατριφτήκανε τα ρούχα μου») μσν. αρχ. φρ. «παρατρίβω [ή… …   Dictionary of Greek

  • παρατριβέντα — παρατρίβω rub beside aor part pass neut nom/voc/acc pl παρατρίβω rub beside aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβείη — παρατρίβω rub beside aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβείς — παρατρίβω rub beside aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβείσης — παρατρίβω rub beside aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβῆναι — παρατρίβω rub beside aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβέν — παρατρίβω rub beside aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβέντος — παρατρίβω rub beside aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβῶσιν — παρατρίβω rub beside aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρῖψαι — παρατρίβω rub beside aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρετρίβη — παρατρίβω rub beside aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»