-
1 лишний
лишний 1) (избыточный) περίσσιος, παραπανίσιος· два с \лишнийим дня δύο μέρες και πλέον (или και κάτι) 2) (ненужный) περιττός, άχρηστος* * *1) ( избыточный) περίσσιος, παραπανίσιοςдва с ли́шним дня — δύο μέρες και πλέον ( или και κάτι)
2) ( ненужный) περιττός, άχρηστος -
2 излишний
изли́ш||нийприл περιττός, παραπανίσιος, περισσός, περίσσιος. -
3 дополнительный
επ.συμπληρωματικός, επιπρόσθετος, παραπανίσιος•дополнительный отпуск συμπληρωματική άδεια•
-ая карточка συμπληρωματικό δελτίο•
-не данные συμπληρωματικά στοιχεία.
(γραμμ.) αντικειμενικός•-ое придаточное предложение δευτερεύουσα αντικειμενική πρόταση.
εκφρ.- ые цвета – χρώματα δευτερεύοντα ή σύνθετα. -
4 лишний
-яя -ееεπ.1. περίσσιος, παραπανίσιος, περιττός•я здесь лишний εγώ εδώ είμαι περίσσιος•
-ие деньги παραπανίσια χρήματα•
лишний раз μια φορά παραπάνω ή ακόμα•
-ие слова παραπανίσια λόγια, περίσσιες κουβέντες.
ουσ. το περίσσιο, το παραπάνω, το περιττό.2. άχρηστος•-ие вещи περίσσια πράγματα.
3. επιπρόσθετος• έξτρα.εκφρ.с -им – και πάνω ή παραπάνω•не -ее – δεν είναι περίσσιο (χρειάζεται)•позволить себе -ее – α) ξοδεύω άσκοπα, β) παρεκτρέπομαι.
См. также в других словарях:
παραπανίσιος, -ια, -ιο — και παραπανιστός, ή, ό ο περίσσιος, περιττός: Τα παραπανίσια λόγια είναι φτώχεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξτρα — ο, η, το άκλ. (λ. λατ.) 1. που είναι πέρα από το κανονισμένο, ο περίσσιος, ο παραπανίσιος: Μου πλήρωσε το μισθό και ένα ποσό έξτρα. 2. που έχει εξαιρετική ποιότητα, έξοχος, εξαίρετος: Η ρετσίνα σου είναι έξτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπανιστός — ή, ό βλ. παραπανίσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίσσιος, -ια, -ιο — 1. ο άφθονος, ο παραπανίσιος, ο πλούσιος: Και μερτικό περίσσιο απ όλα παίρνεις. 2. περιττός, άχρηστος: Έχεις στο σπίτι σου πολλά περίσσια πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίσσος — η, ο αυτός που ξεπερνά το κανονικό μέτρο, άφθονος, παραπανίσιος, περίσσιος: Όπου με βάνου ς λογισμό και σε περίσσα κάλλη (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περισσεύω — περίσσεψα, μτχ. παθ. ενεστ. περισσευούμενος, αμτβ., είμαι παραπανίσιος, πλεονάζω: Του φτωχού το σκοινί μονό δε φτάνει, διπλό περισσεύει (παροιμία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιττός — ή, ό 1. αυτός που είναι παραπανίσιος, άχρηστος, ανώφελος, αυτός που περισσεύει: Περιττά λόγια. 2. (μαθημ.), αριθμός που δε διαιρείται με το δύο ακριβώς (1, 3, 5, 7, 9), αλλιώς μονός (αντίθ. άρτιος, ζυγός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσθετος — η, ο αυτός που προστέθηκε, ο παραπανίσιος: Πρόσθετα έξοδα. – Πρόσθετα βάρη κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπεράριθμος — η, ο αυτός που είναι πέρα από τον αναγκαίο ή συνηθισμένο αριθμό, αυτός που περισσεύει, ο παραπανίσιος: Απολύθηκε ως υπεράριθμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)