-
1 παρανυσσω
атт. παρανύττω досл. покалывать, колоть сбоку, перен. pass. быть побуждаемым(παρὰ τοῦ δαιμονίου Luc.)
См. также в других словарях:
παρανύσσω — και αττ. τ. παρανύττω Α 1. κεντώ στα πλάγια 2. μτφ. ερεθίζω, ενοχλώ κάποιον κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νύσσω «τρυπώ, χτυπώ». Το ρ. με αρχική σημ. «τρυπώ, πλήττω με αιχμηρό αντικείμενο» χρησιμοποιήθηκε αργότερα μτφ. με σημ. «ερεθίζω, διεγείρω … Dictionary of Greek
παρανυττόμενος — παρανύσσω prick on pres part mp masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)