Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παρανύσσω

См. также в других словарях:

  • παρανύσσω — και αττ. τ. παρανύττω Α 1. κεντώ στα πλάγια 2. μτφ. ερεθίζω, ενοχλώ κάποιον κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νύσσω «τρυπώ, χτυπώ». Το ρ. με αρχική σημ. «τρυπώ, πλήττω με αιχμηρό αντικείμενο» χρησιμοποιήθηκε αργότερα μτφ. με σημ. «ερεθίζω, διεγείρω …   Dictionary of Greek

  • παρανυττόμενος — παρανύσσω prick on pres part mp masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»