Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παραμοιάζω

См. также в других словарях:

  • παραμοιάζω — 1. μοιάζω υπερβολικά, έχω πολλά χαρακτηριστικά όμοια με κάποιον άλλο 2. κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, παίρνω κάποιον για κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • παρομοιάζω — ΝΜΑ και διαλ. τ. παραμοιάζω Ν [ομοιάζω] μοιάζω με κάποιον ή με κάτι, είμαι ή φαίνομαι όμοιος, παρόμοιος με κάποιον («παρομοιάζετε τάφοις κεκονιασμένοις», ΚΔ) νεοελλ. (μτβ.) κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, τόν θεωρώ ως άλλον εξαιτίας τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»