-
1 παραμοιάζω
μετ., αμετ. быть очень похожим (на кого-что-л.); очень сильно напоминать (кого-что-л.);παραμοιάζω (με) τον πατέρα μου — быть очень похожим на своего отца
См. также в других словарях:
παραμοιάζω — 1. μοιάζω υπερβολικά, έχω πολλά χαρακτηριστικά όμοια με κάποιον άλλο 2. κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, παίρνω κάποιον για κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
παρομοιάζω — ΝΜΑ και διαλ. τ. παραμοιάζω Ν [ομοιάζω] μοιάζω με κάποιον ή με κάτι, είμαι ή φαίνομαι όμοιος, παρόμοιος με κάποιον («παρομοιάζετε τάφοις κεκονιασμένοις», ΚΔ) νεοελλ. (μτβ.) κάνω λάθος στην αναγνώριση κάποιου, τόν θεωρώ ως άλλον εξαιτίας τής… … Dictionary of Greek