-
1 παραλείπω
μετ.1) упускать, опускать, не упоминать; умалчивать (о чём-л.);παραλείπ τίς λεπτομέρειες — упускать подробности;
2) упускать из виду, забывать; не сделать (то, что должен сделать);παρέλειψα να συς αναφέρω... я забыл вам сказать...; δεν παρέλειψε να πεΤ... он не преминул сказать, что...;§ τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται — не стоит распространяться о том, о чём легко догадаться
См. также в других словарях:
Ελώζερ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Υπηρέτης του Αβραάμ από τη Δαμασκό, στον οποίο ανατέθηκε να πάει στη Μεσοποταμία για να επιλέξει σύζυγο για τον γιο του Αβραάμ, Ισαάκ. Σύμφωνα με τη Γένεση (κδ’), όταν ο Ε. έφτασε σε ένα πηγάδι κοντά στην πόλη Ναχώρ,… … Dictionary of Greek