-
1 παρακελευστικος
-
2 παρακελευσματικός
η, ό[ν], παρακελευστικός, ή, ό[ν]1) увещевающий, подбадривающий; побуждающий, склоняющий или призывающий (к чему-л.); 2) грам, побудительный
См. также в других словарях:
παρακελευστικός — calling out to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελευστικός — ή, ό / παρακελευστικός, ή, όν, ΝΑ [παρακελεύομαι] παρακελευσματικός, προτρεπτικός («ὡς παρακελευστικὸς ὁ λόγος ἦν ἐπ ἀρετήν», Πλάτ.). επίρρ... παρακελευστικῶς Α με παρακελευστικό τρόπο, προτρεπτικά … Dictionary of Greek
παρακελευστικά — παρακελευστικός calling out to neut nom/voc/acc pl παρακελευστικά̱ , παρακελευστικός calling out to fem nom/voc/acc dual παρακελευστικά̱ , παρακελευστικός calling out to fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελευστικόν — παρακελευστικός calling out to masc acc sg παρακελευστικός calling out to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελευστικήν — παρακελευστικός calling out to fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακελευστικῶς — παρακελευστικός calling out to adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)