-
1 παραθαλάσσιος
[параталласиос]εκ. приморский,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παραθαλάσσιος
-
2 морской
морской θαλασσινός, θαλάσσιος· παραθαλάσσιος (о береге)· \морской флот το ναυτικό \морскойая пехота το πεζοναυτικό ◇ \морскойая болезнь η ναυτία* * *θαλασσινός, θαλάσσιος; παραθαλάσσιος ( о береге)морско́й флот — το ναυτικό
морска́я пехо́та — το πεζοναυτικό
••морска́я боле́знь — η ναυτία
-
3 прибрежный
(у берега моря) παράλιος, παραθαλάσσιος, (у берега реки) παρόχθιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прибрежный
-
4 приморский
примор||скийприл παραθαλάσσιος, παράλιος:\приморский город παραθαλάσσια πόλη, παράλια πόλη· \приморский бульвар ἡ παραλιακή λεωφόρος. -
5 береговой
επ.άκτιος, ακταίος, επάκτιος, παράκτιος•-ая дорога παράκτια οδός•
береговой песок ο άμμος της ακτής•
-ые деревни παράκτια (παραθαλάσσια) χωριά•
-ая артиллерия παράκτιο (επάκτιο) πυροβολικό•
-ое судоходство η ακτοπλοΐα•
-ая оборона η παράκτια άμυνα•
береговой житель παρόχθιος (παραθαλάσσιος) κάτοικος.
-
6 побережный
επ.παράκτιος, παραθαλάσσιος, παραλιακός. -
7 поморский
επ.παράλιος, παραθαλάσσιος•-ие селения παραθαλάσσια κατοικημένα μέρη.
-
8 прибрежный
επ.παράλιος, παραθαλάσσιος, ακροθαλάσσιος παράκτιος• παρόχθιος. -
9 приморский
επ.1. παράλιος, παραθαλάσσιος•приморский город παράλια πόλη.
2. θαλάσσιος, θαλασσινός•приморский воздух θαλασσινός αέρας.
-
10 приморье
-я ουδ.παραθαλάσσια περιοχή, τα παραθαλάσσια μέρη• παραλία, παραθαλάσσιος χώρος.
См. также в других словарях:
παραθαλάσσιος — beside the sea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθαλάσσιος — α, ο / παραθαλάσσιος, ία, ον και αττ. τ. παραθαλάττιος, ία, ον θηλ. και ος, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παράκτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. παρά τὴν θάλασσαν + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek
παραθαλάσσιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, ο παράλιος: Στα παραθαλάσσια μέρη συγκεντρώνονται το καλοκαίρι πολλοί παραθεριστές. 2. ως ουσ., το παραθαλάσσιο η παραλία: Στο παραθαλάσσιο, δεν είναι να πιάσεις σπίτι για το καλοκαίρι, γιατί έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραθαλασσίδιον — παραθαλάσσιος beside the sea masc/fem acc sg παραθαλάσσιος beside the sea neut nom/voc/acc sg παραθαλασσίδιος masc/fem acc sg παραθαλασσίδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθαλασσίων — παραθαλάσσιος beside the sea fem gen pl παραθαλάσσιος beside the sea masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθαλαττίων — παραθαλάσσιος beside the sea fem gen pl (attic) παραθαλάσσιος beside the sea masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθαλάσσιον — παραθαλάσσιος beside the sea masc acc sg παραθαλάσσιος beside the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθαλάττιον — παραθαλάσσιος beside the sea masc acc sg (attic) παραθαλάσσιος beside the sea neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθαλασσιδίων — παραθαλάσσιος beside the sea masc/fem/neut gen pl παραθαλασσίδιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθαλασσιδίῳ — παραθαλάσσιος beside the sea masc/fem/neut dat sg παραθαλασσίδιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθαλασσίαις — παραθαλάσσιος beside the sea fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)