-
1 παραδειγματικούς
η, ό[ν]1) примерный, образцовый;παραδειγματικούςή διαγωγή — образцовое, примерное поведение;
κρατώ παραδειγματικούςή στάση — вести себя безупречно;
2) примерный, служащий примером, назиданием;παραδειγματικούςή τιμωρία — примерное наказание
-
2 παραδειγματικούς
παραδειγματικόςconsisting of: masc acc pl
См. также в других словарях:
παραδειγματικούς — παραδειγματικός consisting of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)