Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παραίφᾰσις

См. также в других словарях:

  • παραίφασις — παράφασις address fem nom sg παραίφασις encouragement fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραίφασις — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. παράφασις (Ι) …   Dictionary of Greek

  • παραιφάσει — παράφασις address fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραιφάσεϊ , παράφασις address fem dat sg (epic) παράφασις address fem dat sg (attic ionic) παραιφά̱σει , παράφημι speak gently to aor subj act 3rd sg (epic doric) παραιφά̱σει , παράφημι speak… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οαριστικός — ὀαριστικός, ή, όν (Μ) [οαριστής] φρ. «ὀαριστική παραίφασις» πειθώ που επιτυγχάνεται με την ομιλία (Ευστάθ.) …   Dictionary of Greek

  • παράφασις — (I) και παραίφασις και πάρφασις, άσεως, ἡ, Α [παράφημι] 1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.) 2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.) 3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… …   Dictionary of Greek

  • παραιφάσεσι — παράφασις address fem dat pl παραίφασις encouragement fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιφάσεσιν — παράφασις address fem dat pl παραίφασις encouragement fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιφάσεων — παραιφάσεω̆ν , παράφασις address fem gen pl παραιφάσεω̆ν , παραίφασις encouragement fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιφάσεως — παραιφάσεω̆ς , παράφασις address fem gen sg (attic) παραιφάσεω̆ς , παραίφασις encouragement fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιφάσιος — παράφασις address fem gen sg (epic doric ionic aeolic) παραίφασις encouragement fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραίφασιν — παράφασις address fem acc sg παραίφᾱσιν , παράφημι speak gently to pres ind act 3rd pl παραίφᾱσιν , παράφημι speak gently to pres ind act 3rd sg (doric) παραίφασις encouragement fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»