-
1 параллельный
παράλληλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > параллельный
-
2 параллель
параллель ж 1) геогр. О παράλληλος 2) мат. η παράλληλος (γραμμή)* * *ж1) геогр. ο παράλληλος2) мат. η παράλληλος (γραμμή) -
3 параллель
1. геогр. ο/η παράλληλος 2. мат. η παράλληλος (ευθεία) 3. (сопоставление, сравнение) о παραλληλισμός, ησύγκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > параллель
-
4 параллельный
параллельный παράλληλος* \параллельныйые брусья спорт, το δίζυγο* * *паралле́льные бру́сья — спорт. το δίζυγο
-
5 параллель
параллельж1. мат ἡ παράλληλος·2. геогр. ὁ παράλληλος·3. перен ὁ παραλληλισμός:провести \параллель παραλληλίζω, συγκρίνω. -
6 дублирующий
(об элементе системы резервирования) εφεδρικός, παράλληλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дублирующий
-
7 код
ο κωδικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > код
-
8 побочный
1. (второстепенный, не главный) δευτερεύων 2. (получаемый попутно, наряду с основным) παράλληλος, παράπλευρος 3. (ребёнок) νόθος, νοθογενής, εξώγαμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > побочный
-
9 попутный
1. (движущийся в одном направлении с кем-, чем-л) κινούμενος προς την ίδια κατεύθυνση 2. (совершаемый одновременно с чём-л.) παράλληλος, ταυτόχρονος, σύγχρονος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > попутный
-
10 резонанс
1. (физ., тех.) о συντονισμ/ός, η αντήχηση 2. (увеличение силы и длительности звука, отзвук) η αντήχηση, η απήχηση, ο αντίκτυπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резонанс
-
11 параллельный
параллель||ныйприл παράλληλος:\параллельныйные брусья спорт. τό δίζυγο[ν]. -
12 параллель
-и θ. (μαθ.) η παράλληλη (γραμμή)•провести параллель φέρω (τραβώ) παράλληλη.
|| ο γεωγραφικός παράλληλος. || παραλληλισμός, παραβολή, σύγκριση, αντιπαράθεση. -
13 параллельный
επ. βρ: -лен, -льна, -льно.1. (μαθ.) παράλληλος•-ые линии οι. παράλληλες γραμμές•
-ые улицы οι παράλληλοι οδοί.
2. συμπίπτων, ίδιος, όμοιος.3. σύγχρονος, ταυτόχρονος.εκφρ.- ое соединение – (ηλεκτρ.) Ή παράλληλη ένωση. -
14 попутный
επ.1. κινούμενος προς την ίδια κατεύθυνση•попутный ветер ευνοϊκός άνεμος•
-ая машина περαστικό αυτοκίνητο.
ουσ. συνοδοιπόρος, συνοδίτης,2. ενδιάμεσος•-ая станция ενδιάμεσος σταθμός.
3. ταυτόχρονος, σύγχρονος• παράλληλος. -
15 рокадный
επ.παράλληλος του μετώπου•-ые пути δρόμοι παράλληλοι προς τη γραμμή του μετώπου.
См. также в других словарях:
παράλληλος — beside one another masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλληλος — Στην ευκλείδεια γεωμετρία δύο ευθείες του ίδιου επιπέδου λέμε ότι είναι παράλληλες (μεταξύ τους) εάν (και μόνο) δεν έχουν κοινό σημείο. Βασικό αξίωμα στη γεωμετρία του Ευκλείδη είναι το λεγόμενο αξίωμα των παραλλήλων. Σύμφωνα με αυτό, εάν ε είναι … Dictionary of Greek
παράλληλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που βρίσκεται πλάι, κοντά σε άλλον, σχετικός, που έχει ομοιότητες ή αναλογίες προς κάποιον άλλον, που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί: Παράλληλα γεγονότα. – Παράλληλα φαινόμενα. – Βίοι παράλληλοι. 2. (μαθημ.), γραμμές ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλλήλω — παράλληλος beside one another masc/fem/neut nom/voc/acc dual παράλληλος beside one another masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλλήλως — παράλληλος beside one another adverbial παράλληλος beside one another masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλληλον — παράλληλος beside one another masc/fem acc sg παράλληλος beside one another neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλλήλοις — παράλληλος beside one another masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλλήλοισι — παράλληλος beside one another masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλλήλου — παράλληλος beside one another masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλλήλους — παράλληλος beside one another masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλλήλων — παράλληλος beside one another masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)