-
1 παππούς
[папус] ουσ. а дед.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παππούς
-
2 дед
-
3 дед
дедм ὁ παππούς, ὁ πάππος:наши \деды (предки) οἱ προγονοί μας· ◊ \дедмороз ὁ "Αγιος-Βασίλης, ὁ "Αη Βασίλης. -
4 дедушка
дедушкам ὁ πάππους, ὁ πάππος, ὁ παππούλης. -
5 покойный
поко́йн||ый Iприл1. (тихий, спокойный) ήσυχος, ἀτάραχος, ἀθόρυβος, γαλήνιος·2. (удобный) ἀνετος, ἀναπαυτικός, βολικός:\покойныйое кресло ἡ ἀναπαυτική πολυθρόνα· ◊ \покойныйой ночи! καλή νύκτα!покойный II1. прил (умерший) μακαρίτης:мой \покойный дед ὁ μακαρίτης ὁ πάππους μου·2. м ὁ μακαρίτης. -
6 дедушка
[ντιέντουσκα] ουσ. α. παππούς -
7 дедушка
[ντιέντουσκα] ουσ α παππούς -
8 дед
-а α.1. παππούς, πάππος.2. γέρος•, проходи скорее! γέρο, πέρνα γρήγορα!3. πλθ. -ы, -ов πρόγονοι, προπάτορες.εκφρ.-ы и прадеды ή отцы и деды – πρόγονοι, προπάτορες• дед-Мороз ο Αη-Βασίλης•елочный дед ή рождественский дед – Αη-Βασίλης (παιγνίδι). -
9 дедушка
-и θ.1. παππούς, πάππος.2. γέρος. -
10 отработать
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отработанный, βρ: -тан, -а, -о.1. εργάζομαι, δουλεύω για να ξεπλερώσω. || εργάζομαι•отработать аванс δουλεύω για την προκαταβολή•
я -ал восемь часов δούλεψα οχτώ ώρες.
2. τελειώνω τη δουλειά.3. αφήνω τη δουλειά, παύω να εργάζομαι (λόγω γερατειών)•наш дедушка -ал ο παππούς δε δουλεύει άλλο πια.
|| φθείρομαι, αχρηστεύομαι από τη δουλειά, τρώγω το ψωμί μου.4. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ. || ασκούμαι, εξασκούμαι.τελειώνω την εργασία. -
11 удержать
удержу, удержишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удержанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.σ.μ.1. κρατώ, συγκρατώ, βαστώ•удержать кого–нибудь от падения κρατώ κάποιον να μην πέσει•
удержать тяжлый предмет на руках κρατώ βαρύ αντικείμενο στα χέρια•
кучер не -ал лошадей ο αμαξάς δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα άλογα•
неприятеля αναχαιτίζω τον εχθρό.
2. δεν αφήνω να φύγει•мы хотели уйти, но дедушка нас -ал θέλαμε να φύγουμε, όμως ο παππούς μας κράτησε.
3. μτφ. περιορίζω•-жи твой язык μάζεψε τη γλώσσα σου (λίγα τα λόγια σου).
4. αφήνω•удержать за собой сто рублей κρατώ για τον εαυτό μου εκατό ρούβλια.
|| διατηρώ•удержать в памяти κρατώ στη μνήμη.
(στρατ.) διατηρώ•приказ удержать захватить и удержать мост διαταγή удержать να καταληφθεί και να κρατηθεί η γέφυρα.
|| (για αποδοχές, μισθό)• κάνω κρατήσεις.1. κρατιέμαι•еле -лся на ногах μόλις μπόρεσα να κρατηθώ στα πόδια•
я не смог удержать δεν μπόρεσα να κρατηθώ.
2. διατηρούμαι• διαρκώ•их мнение про меня -лась долго η γνώμη τους για μένα διατηρήθηκε πολύν καιρό.
|| δεν παραδίνω τη θέση, δεν υποχωρώ•отряд -лся на прежних позициях το τμήμα κρατήθηκε στις θέσεις του.
|| παραμένω•он -лся на службе αυτός παρέμεινε στην υπηρεσία.
3. συγκρατιέμαι, είμαι εγκρατής; απέχω, αποφεύγω•удержать от смеха συγκρατιέμαι από τα γέλια•
удержать от слз συγκρατιέμαι από τα δάκρυα (συγκρατώ τα δάκρυα)•
удержать от пьянства αποφεύγω το μεθύσι.
-
12 что
что 1чего, чему, чем, о чём αντων.1. (ερωτηματική)• τι•что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•
что случилось? τι συνέβηκε;•
что вы сказали? τι είπατε;•
что нового? τι νέα;•
о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•
что это такое? τι ειν αυτό;•
ну что? λοιπόν τι;
2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•
я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•
я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.
3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•
то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.
4. γιατί•что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•
что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•
а что? και γιατί;
5. επίρ. πόσο, τι•стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.
|| πόσος, -η, -ο•что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•
что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).
|| όσος, -η, -ο•что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.
6. κάτι (τι), τίποτε•если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•
что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.
7. τι•что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•
что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.
8. ό,τι•всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.
|| ο οποίος, -α, -ο•старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.
εκφρ.а -? – και τι;•до чего... – α) εξαιρετικά•до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).что 2ειδ. σύνδ.1. ότι, πως•я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•
говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.
2. ότι, που•я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.
3. όπως, σαν.4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).εκφρ.только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι). -
13 чувствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.μ.1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•
чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•
г страх αισθάνομαι φόβο•
чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.
|| συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.
2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•-свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).
|| προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.
4. (για υγεία) αισθάνομαι•сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•
дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.
εκφρ.чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•ног ή земли под собой не чувствовать – βλ. ίδια έκφραση στη λέξη•слышать.αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.
См. также в других словарях:
παππούς — ο 1. ο πατέρας τού πατέρα ή τής μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο πάππος 2. γέροντας, ηλικιωμένος 3. στον πληθ. οι παππούδες οι πρόγονοι, οι προγενέστεροι 4. παροιμ. «έλα, παππού, να σού δείξω τ αμπελοχώραφά σου» λέγεται για εκείνους που… … Dictionary of Greek
παππούς — ο ού, πληθ. ούδες, ο πατέρας του πατέρα ή της μητέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πάππους — Πάππος grandfather masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάππους — πάππος grandfather masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Substantive — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
πάππος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πολλοί τον ταυτίζουν με τον Χύτρωνα της Κύπρου, που χειροτόνησε τον Επιφάνιο. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Ιουνίου. * * * ο, ΝΜΑ, πάπος, Α 1. ο πατέρας τού πατέρα ή τής μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο… … Dictionary of Greek
παππούλης — και παππούλης, ο [παππούς] (υποκορ. τού παππούς) 1. (με θωπευτική σημ.) αγαπημένος παππούς 2. γέρος, γεροντάκος 3. γέροντας ιερέας 4. στον πληθ. οι παππούληδες και παππούληδες οι πρόγονοι, οι προγενέστεροι, οι παλαιοί … Dictionary of Greek