Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παντρεύω

  • 1 παντρεύω

    [пандрэво] р. женить, выдавать замуж,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παντρεύω

  • 2 женить

    Русско-греческий словарь > женить

  • 3 женить

    женю, женишь, ρ.δ.κ.σ.μ. παντρεύω, συζευγνύω•

    женить насильно παντρεύω με το ζόρι.

    εκφρ.
    без меня -лиπαρμ. έπραξαν, ενήργησαν χωρίς να με ρωτήσουν (πίσω από τίς πλάτες μου).
    παντρεύομαι, νυμφεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > женить

  • 4 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 5 венчать

    венча||ть
    несов \. (соединять браком) στεφανώνω, παντρεύω·
    2. (на царство) ист. στέφω·
    3. перен поэт. στεφανώνω:
    \венчатьть лавровым венком кого́-л. στεφανώνω μέ δαφνοστέφανο.

    Русско-новогреческий словарь > венчать

  • 6 выдавать

    выдавать
    несов, выдать сов Ϊ. (что-либо) δίνω, παραδίνω, ἐγχειρίζω/ διανέμω, μοιράζω (распределять)·
    2. (властям) παραδίνω, ἐκδίδω·
    3. (предавать, доносить) καταγγέλλω, προδίνω·
    4. (обнаруживать) ἀποκαλύπτω, φανερώνω:
    \выдавать себя ἀποκαλύπτομαι, προδίνομαι·
    5. (за что-л. или за кого-л.):
    \выдавать чужую работу за свой παρουσιάζω ξένη δουλειά γιά δική μου· \выдавать себя за профессора κάνω τόν καθηγητή, παρουσιάζομαι γιά καθηγητής· ◊ \выдавать замуж παντρεύω.

    Русско-новогреческий словарь > выдавать

  • 7 жеиить

    жеии́ть
    сов и несов παντρεύω, ὑπ-ανδρεύω, νυμφεύω.

    Русско-новогреческий словарь > жеиить

  • 8 замуж

    замуж
    нареч:
    выходить \замуж παντρεύομαι, νυμφεύομαι· выдавать \замуж παντρεύω, στεφανώνω.

    Русско-новогреческий словарь > замуж

  • 9 отдавать

    отдавать
    несов
    1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·
    2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·
    3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:
    \отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:
    (помещать) τοποθετώ, βάζω:
    \отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·
    5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·
    6. мор.:
    \отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·
    7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:
    бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι.

    Русско-новогреческий словарь > отдавать

  • 10 женить

    [ζυνίτ'] ρ. παντρεύω

    Русско-греческий новый словарь > женить

  • 11 женить

    [ζυνίτ'] ρ παντρεύω

    Русско-эллинский словарь > женить

  • 12 выдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, προστκ. выдай, ρ.σ.μ.
    1. δίνω•

    выдать деньги δίνω χρήματα•

    выдать аванс, удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό.

    || παραδίνω•

    выдать преступника παραδίνω τον εγκληματία.

    || παντρεύω•

    ее -ли за богатого человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο,

    2. αποκαλύπτω, φανερώνω• προδίνω.
    3. καμώνομαι, προσποιούμαι•

    выдать себя за ученого κάνω τον επιστήμονα.

    4. εξάγω, βγάζω•

    выдать нефт сверх плана δίνω πετρέλαιο πάνω από το πλάνο.

    5. (παλ.) εκδίδω (βιβλίο, έργο).
    (με την αντων. себя) προδίνω τον εαυτό μου•

    выдать себя προδίνομαι μόνος μου.

    || παρουσιάζω•

    выдать черное за бе-лсю παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο.

    εκφρ.
    не выдай – μη με φέρεις σε δύσκολη θέση.
    1. εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω•

    -лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ελεύθερες•

    как только -лся случай μόλις δόθηκε η ευκαιρία.

    εκφρ.
    выдать в кого – μοιάζω του•
    характер -лся в деда – ο χαρακτήρας έμοιασε τού παππού.

    Большой русско-греческий словарь > выдать

  • 13 переженить

    -жекю, -женишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пережененный, βρ: -нен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    παντρεύω (όλους ή πολλούς)•

    отец -ил всех его детей ο πατέρας πάντρεψε όλα τα παιδιά του.

    παντρεύομαι (για όλους, πολλούς•).

    Большой русско-греческий словарь > переженить

  • 14 пересватать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) παντρεύω(όλους, πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > пересватать

См. также в других словарях:

  • παντρεύω — παντρεύω, πάντρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παντρεύω — και παντρεύγω 1. δίνω σε γάμο, νυμφεύω («ο κύρις σου γλήγορα σε παντρεύγει», Ερωτόκρ.) 2. (για παπά, δημοτικό ή κοινοτικό άρχοντα ή κουμπάρο) στεφανώνω 3. μέσ. παντρεύομαι παίρνω σύζυγο, έρχομαι σε γάμο 4. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παντρεμένος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • παντρεύω — πάντρεψα, παντρεύτηκα, παντρεμένος 1. δίνω σε γάμο: Παντρέψτε με στα μακρινά, να ξέρω να παινιέμαι (παροιμ.). 2. για ιερέα και κουμπάρο, στεφανώνω: Ο παπα Γιώργης τους πάντρεψε κρυφά στο μοναστήρι. 3. μέσ., παντρεύομαι παίρνω σύζυγο, στεφανώνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρεκδίδωμι — Α 1. δίνω κρυφά σε γάμο, παντρεύω κρυφά 2. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως κύριο όν.) Παρεκδιδομένη τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκδίδωμι «δίνω σε γάμο, παντρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • αποβγάνω — κ. βγάλλω (Μ ἀποβγάνω κ. βγάλλω) 1. διώχνω, απομακρύνω 2. συνοδεύω, ξεπροβοδίζω 3. (για χρέος) ξεπληρώνω, εξοφλώ 4. βγάζω τελείως 5. βγάζω κάποιον απ τη μέση, δολοφονώ 6. τιμωρώ μσν. 1. (για κόρη) παντρεύω 2. ελευθερώνω, αποφυλακίζω 3. τιμωρώ …   Dictionary of Greek

  • αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …   Dictionary of Greek

  • γαμίζω — (AM γαμίζω) [γάμος] (αδιακρίτως φύλου) συνουσιάζομαι αρχ. μσν. παντρεύω (την κόρη μου) …   Dictionary of Greek

  • γαμπρολογώ — Ι. 1. παντρεύω 2. αρραβωνιάζω II. γαμπρολογούμαι ή γιέμαι 1. γαμπρίζω* 2. θέλω να παντρευτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαμπρός + λογώ (πρβλ. βλαστολογώ, βοτανολογώ, γαριδολογώ, καβουρολογώ)] …   Dictionary of Greek

  • γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού …   Dictionary of Greek

  • εγγαμίζω — ἐγγαμίζω (AM) παντρεύω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»