-
1 торжественный
торжественный επίσημος; πανηγυρικός (праздничный)· \торжественныйое открытие τα εγκαίνια* * *επίσημος; πανηγυρικός ( праздничный)торже́ственное откры́тие — τα εγκαίνια
-
2 панегирик
литер. о πανηγυρικός λόγος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > панегирик
-
3 панегирик
панегирикм ὁ πανηγυρικός / перен ὁ ἔπαινος, τό ἐγκώμιο[ν]. -
4 торжественный
торжественн||ыйприл ἐπίσημος, πανηγυρικός, ἐορταστικός (праздничный):\торжественныйый день ἡ ἐορτάσιμη ήμερα· \торжественныйая ми-ну́та ἡ ἐπίσημη στιγμή· \торжественныйое собрание ἡ πανηγυρική συγκέντρωση· \торжественныйый обед τό ἐπίσημο γεῦμα· \торжественныйый въезд ἡ θριαμβευτική είσοδος. -
5 торжествующий
торжеств||у́ющий1. прич. от торжествовать·2. прил (победный) θριαμβ(ευτ)ικός, πανηγυρικός:\торжествующийу́ющяй тон τό θριαμβικό ὕφος, τό πομπώδες δφος· \торжествующийу́ющий крик ἡ θριαμβική ἰαχή, ἡ κραυγή θριάμβου. -
6 торжествующий
[ταρζυστβούγιουστσιϊ] εκ. πανηγυρικός -
7 торжествующий
[ταρζυστβούγιουστσιϊ] επ πανηγυρικός -
8 высокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ και -со/ко, -соки/ και -со/ки; выше; высший κ. высочайший.1. (υ)ψηλός, υψιτενής•высокий дом ψηλό σπίτι•
высокий рост μεγάλο ανάστημα•
-ая гора ψηλό βουνό•
высокий потолок ψηλή οροφή•
-ое дерево ψηλό δέντρο.
2. μεγάλος•высокий урожай μεγάλη σοδειά•
-ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•
-ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•
-ое давление μεγάλη πίεση•
-ая температура υψηλή θερμοκρασία.
3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•-ая оценка υψηλή εκτίμηση•
товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.
4. πολύ μεγάλος•-ая честь μεγάλη τιμή•
высокий пост μεγάλο πόστο•
-ое звание υψηλός τίτλος•
-ая награда μεγάλο βραβείο•
высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).
5. πανηγυρικός•высокий стиль υψηλό ύφος.
6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.εκφρ.высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•- ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον). -
9 громозвучный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. πολύ ηχηρός, μεγαλόφωνος, βροντερός.2. μτφ. πομπώδης, στομφώδης πανηγυρικός. -
10 панегирик
-а α. παλ.λόγος πανηγυρικός. || έπαινος, εγκώμιο, εκθειασμός. -
11 панегирический
επ.πανηγυρικός. -
12 парадный
επ., βρί•-ден, -дна, -дно.
1. της παρέλασης•-ое шествие η παρέλαση•
парадный смотр η πριν την παρέλαση επιθεώρηση•
-ая форма στολή παρέλασης.
|| γιορταστικός, γιορτινός, στολισμένος γιορτινά (για χώρο).2. πανηγυρικός, γιορτιάτικος. || επιδεικτικός.3. μπροστινός, κύριος•-ая дверь κύρια είσοδος.
|| ως ουσ. ουδ. -ое κ. θ. -ая η κύρια είσοδος. -
13 торжественный
επ., βρ: -вен, -венна, -оεπίσημος• πανηγυρικός• επιβλητικός•торжественный день επίσημη μέρα•
-ая ода πανηγυρική ωδή•
торжественный парад войск επιβλητική παρέλαση στρατευμάτων--эл закладка здания τελετή θεμελίωσης κτιρίου.
|| σπουδαίος, σοβαρός, μεγαλόσχημος, εντυπωσιακός. -
14 церемониальный
επ.1. εθιμοτυπικός.2. επίσημος, τελετουργικός, πανηγυρικός.εκφρ.церемониальный марш – εθιμοτυπική παρέλαση.
См. также в других словарях:
πανηγυρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
πανηγυρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο πανηγύρι ή γίνεται για τον εορτασμό, ο γιορταστικός: Πανηγυρική ατμόσφαιρα. 2. ο λαμπρός, ο επιδειχτικός: Πανηγυρική έναρξη των εργασιών της Βουλής, αλλ. πανηγυριάτικος, πανηγυρίσιος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανηγυρικά — πανηγυρικός of neut nom/voc/acc pl πανηγυρικά̱ , πανηγυρικός of fem nom/voc/acc dual πανηγυρικά̱ , πανηγυρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικώτερον — πανηγυρικός of adverbial comp πανηγυρικός of masc acc comp sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικωτέρων — πανηγυρικός of fem gen comp pl πανηγυρικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικῶν — πανηγυρικός of fem gen pl πανηγυρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικόν — πανηγυρικός of masc acc sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικώτατα — πανηγυρικός of adverbial superl πανηγυρικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικώτατον — πανηγυρικός of masc acc superl sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικαῖς — πανηγυρικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)