Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παμβασιλεία

См. также в других словарях:

  • παμβασιλείᾳ — παμβασιλείᾱͅ , παμβασίλεια queen of all fem dat sg (attic doric aeolic) παμβασιλείᾱͅ , παμβασιλεία absolute monarchy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμβασίλεια — παμβασίλεια, ἡ (Α) [παμβασιλεύς] η βασίλισσα τών πάντων, πανίσχυρη βασίλισσα («παμβασίλεια Διὸς ἄκοιτις», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • παμβασιλεία — παμβασιλεία, ἡ (Α) απεριόριστη εξουσία, απόλυτη μοναρχία («περὶ δὲ τῆς παμβασιλείας καλουμενης, αὕτη ἐστι καθ ἥν ἄρχει πάντων κατὰ τὴν ἑαυτοῡ βούλησιν ὁ βασιλεύς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. παν * + βασιλεία (< βασιλεύω)] …   Dictionary of Greek

  • παμβασίλεια — queen of all fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμβασιλείας — παμβασιλείᾱς , παμβασίλεια queen of all fem acc pl παμβασιλείᾱς , παμβασίλεια queen of all fem gen sg (attic doric aeolic) παμβασιλείᾱς , παμβασιλεία absolute monarchy fem acc pl παμβασιλείᾱς , παμβασιλεία absolute monarchy fem gen sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμβασίλει' — παμβασίλεια , παμβασίλεια queen of all fem nom/voc sg παμβασίλειαι , παμβασίλεια queen of all fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμβασίλειαι — παμβασίλεια queen of all fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμβασίλειαν — παμβασίλεια queen of all fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Царь — один из монархических титулов, равносильный титулу король (см.). В других языках нет того различия, которое русский язык делает между царями и королями, называя первым именем почти исключительно монархов древнего Востока и классического мира, a… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»