-
1 всенародный
παλλαϊκός, πάνδημος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > всенародный
-
2 всенародный
всенародный παλλαϊκός; εθνικός (национальный)' \всенародный праздник η εθνική γιορτή; \всенародныйое достояние η παλλαϊκή ιδιοκτησία* * *всенаро́дный пра́здник — η εθνική γιορτή*
всенаро́дныйое достоя́ние — η παλλαϊκή ιδιοκτησία
-
3 всенародный
всенародныйприл παλλαϊκός, πάνδημος, πανεθνικός:\всенародный праздник ἡ παλλαϊκή ἐορτή· \всенародный опрос τό δημοψήφισμα· \всенародныйое обсуждение ἡ παλλαϊκή συζήτηση. -
4 общенародный
общенародн||ыйприл παλλαϊκός:\общенародныйое достояние ἡ παλλαϊκή ιδιοκτησία -
5 всенародный
[φσιναρόντνυϊ] επ. παλλαϊκός -
6 общенародный
[οπστσιναρόντ νυϊ] εκ. παλλαϊκός -
7 всенародный
[φσιναρόντνυϊ] επ παλλαϊκός -
8 общенародный
[οπστσιναρόντ νυϊ] επ παλλαϊκός -
9 всенародный
επ., эр: -ден, -дна, -дно; παλλαϊκός, πάνδημος•всенародный праздник παλλαϊκή γιορτή•
-ое движение παλλαϊκό κίνημα.
-
10 всесветный
επ. παλ.1. γενικός, πάνδημος, παλλαϊκός.2. παγκόσμιος. -
11 общенародный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно; παλλαϊκός, πάνδημος, πάγκο ινος•-ая собственность παλλαϊκή ιδιοκτησία (κοινοκτημοσύνη)•
-ое состояние παλλαική περιουσία.
См. также в других словарях:
παλλαϊκός — ή, ό αυτός που γίνεται από όλο τον λαό, αυτός στον οποίο συμμετέχει όλος ο λαός («παλλαϊκή συγκέντρωση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + λαϊκός] … Dictionary of Greek
παλλαϊκός — ή, ό αυτός στον οποίο παίρνει μέρος όλος ο λαός: Παλλαϊκή συγκέντρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανδήμιος — και δωρ. τ. πανδάμιος, ον, Α [πάνδημος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαό, κοινός, δημόσιος 2. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου τού λαού, παλλαϊκός 3. φρ. α) «πανδήμιος πόλις» η πόλη με όλους τους κατοίκους της β)… … Dictionary of Greek
συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… … Dictionary of Greek